mani-pirgoiΈνα βιωματικό άρθρο – αφιέρωμα στη γραφική και γεμάτη εκπλήξεις περιοχή της Μάνης, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της η κορυφαία αμερικάνικη εφημερίδα, Washington Post, στο οποίο ο συντάκτης του – ένας Αμερικανός συγγραφέας – αναφέρει την προσωπική του εμπειρία, αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τις ομορφιές της χώρας μας, αλλά και τα μαθήματα ζωής, που πήρε και θα του μείνουν αξέχαστα.

Του Roberto Loiederman*

«Αυτό, που πραγματικά επιθυμούσαμε όλοι, ήταν ένα ευχάριστο μέρος για μια οικογενειακή, 10ήμερη απόδραση. Η γυναίκα μου κι εγώ, ο αδερφός της και η σύζυγος του και η 93 ετών πεθερά μου, δηλαδή μια παρέα πέντε ατόμων, που συνδέονται με δεσμούς αίματος, γάμου και κοινής ιστορίας.

Αυτό που ζήσαμε ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα reunion.

Επειδή οι συγγενείς της γυναίκας μου δεν ήθελαν να ταξιδέψουν μακριά από το σπίτι τους στο Ισραήλ, αποφασίσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι στην Ελλάδα. Αφού έψαξα σε ταξιδιωτικές ιστοσελίδες, βρήκα ένα κατάλληλο σπίτι στην Μάνη της Πελοποννήσου, όπου κανείς από εμάς δεν είχε πάει ποτέ.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα, το σπίτι ήταν σε ένα μη τουριστικό χωριό, αρκετά χιλιόμετρα πάνω από την ακτή, οπότε θα χρειαζόμασταν αυτοκίνητο για να πάμε στην παραλία, σε ένα εστιατόριο ή για να βρούμε το κοντινότερο ΑΤΜ.

Θέλαμε πραγματικά να το κάνουμε αυτό;

Η γυναίκα μου, η Μπέτυ, είχε άλλες ανησυχίες. Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων στην Ελλάδα, αναρωτιόταν πως θα ήταν τα πράγματα σε ένα μικρό χωριό. Θα υπήρχαν οι στοιχειώδεις υπηρεσίες; Μετά από ένα καθησυχαστικό, ηλεκτρονικό διάλογο με τους ιδιοκτήτες, νοικιάσαμε το σπίτι.

Συναντηθήκαμε με τους συγγενείς στο αεροδρόμιο της Αθήνας, στη συνέχεια οδηγήσαμε το νοικιασμένο μας αυτοκίνητο διασχίζοντας την Πελοπόννησο, προς την Καλαμάτα, όπου, ναι, φάγαμε εξαιρετικές ελιές. Από εκεί πήραμε το φιδωτό δρόμο, δύο λωρίδων, προς το νότο, με το Μεσσηνιακό κόλπο στα δεξιά μας και τον Ταΰγετο στα αριστερά μας.

Είναι μια συναρπαστική είσοδος στη Μάνη, μια χερσόνησο, που εξέχει προς τη Μεσόγειο, θυμίζοντας το σκληρό, κυρτό δάχτυλο μιας μάγισσας.

Μια ώρα αργότερα, στη Στούπα, μια παραλιακή πόλη που κατακλύζεται από Βορειοευρωπαίους, πήραμε τηλέφωνο την Ντέμπορα, μια Ιρλανδέζα που διαχειρίζεται το ενοικιαζόμενο σπίτι. Η ξανθιά, νευρική Ντέμπορα έφτασε με ένα τρίτροχο όχημα. Μας είπε ότι είχε ζήσει στη Μάνη για χρόνια και είχε γεννήσει τα παιδιά της εκεί. Εκτός από τη ενοικίαση ακινήτων, νοικιάζει άλογα, που έχει φέρει από την Ιρλανδία και προσφέρει μαθήματα ιππασίας.

Με χαρά μας ανέφερε ότι το δικό της σπίτι, σε ένα γειτονικό χωριό, δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα και νερό. Ακολουθήσαμε τη Ντέμπορα μέχρι το Νεοχώρι.

Καθώς πλησιάζαμε το χωριό, αντί να συνεχίσει στο γεμάτο ζιγκ-ζαγκ δρόμο, επέλεξε να ανέβει μια απότομη ανηφόρα. Το όχημα της έκανε διάφορους ελιγμούς, αναγκάζοντάς με να χρησιμοποιώ το χειρόφρενο και να αλλάζω συχνά ταχύτητα, με την Μπέτυ δίπλα μου να λαχανιάζει από αγωνία. Στο Νεοχώρι, τα σοκάκια δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από ένα αυτοκίνητο. Ανακουφισμένοι, φτάσαμε στον προορισμό μας ανέπαφοι.

Το Νεοχώρι, από όσο μπορούσαμε να δούμε, ήταν καθαρό και ήσυχο. Ίδιο με την απεικόνιση στην ιστοσελίδα, το ενοικιαζόμενο ήταν ένα πέτρινο σπίτι, πλήρως ανακαινισμένο, με σύγχρονο εσωτερικό, με πολλές συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας και ζεστές πινελιές.

Ρώτησα τη Ντέμπορα για την ασφάλεια. “Μην ανησυχείτε για αυτό”, μου είπε κλείνοντας μου το μάτι. “Υπάρχουν φρουροί, που προστατεύουν το σπίτι. Θα δείτε.”

Μετά την εγκατάσταση μας, συγκεντρωθήκαμε στο επάνω αίθριο, που είχε θέα στον κόλπο και τα βουνά. Ήπιαμε τσάι, απολαμβάνοντας το λάλημα των πετεινών, τον μοναδικό ήχο στο χωριό.

Σταδιακά, αρχίσαμε να ακούμε και έναν ακόμα ήχο: Φωνές. Έξι γυναίκες, διαφόρων ηλικιών είχαν εγκατασταθεί έξω από την πόρτα μας, μιλώντας δυνατά. Μας διώχνουν από το χωριό; Ανατριχιαστικές σκηνές από το “Ζορμπάς ο Έλληνας ” έλαμψαν στο μυαλό μου.

Όπως αποδείχθηκε , οι γυναίκες συγκεντρώνονται εκεί κάθε απόγευμα για να καθαρίσουν τα λαχανικά τους και να κουβεντιάσουν. Η μεγαλύτερη, ντυμένη “Ελληνίδα Χήρα” καθάριζε άνθη κολοκυθιού.

Αυτοί ήταν λοιπόν οι φρουροί;

Τους είπα καλημέρα και στη συνέχεια διόρθωσα τον εαυτό μου, καλησπέρα. Οι γυναίκες, προφανώς θέλοντας να συνδεθούν μαζί μας, απάντησαν με χαμόγελα και ένα κύμα ερωτήσεων. Δυστυχώς, είχα εξαντλήσει τις γνώσεις μου της ελληνικής, έτσι χαμογέλασα βλακωδώς και ανασήκωσα τους ώμους.

Μονοπάτια και ταβέρνες

Πριν από το ταξίδι, είχα διαβάσει το βιβλίο του Πάτρικ Λι Φέρμορ “Μάνη: Ταξίδια στη Νότια Πελοπόννησο”, ένα λυρικό πορτρέτο των κατοίκων της Μάνης, οι οποίοι, σύμφωνα με το συγγραφέα, επέζησαν χάρη στο θάρρος, την εφευρετικότητα και την άγρια ανεξαρτησία τους. Έχουν απωθήσει εισβολείς, κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην από μια άγρια γη και διατήρησαν το καλό τους χιούμορ.

Την επόμενη μέρα, εμπνευσμένος από τον ατρόμητο Φέρμορ, ξύπνησα την αυγή και περπάτησα μόνος κατά μήκος ενός στενού μονοπατιού, στρωμένου με επίπεδες πέτρες σε περίεργα μεγέθη. Μέρος της διαδρομής από το Νεοχώρι μέχρι το γειτονικό χωριό ήταν χορταριασμένη, ακανθώδης και κατάφυτη. Η μυρωδιά του φασκόμηλου ήταν διάχυτη και κυκλάμινα φύτρωναν ανάμεσα στα βράχια.

Ψηλότερα, η διαδρομή περνούσε δίπλα από ελαιώνες. Όλα αυτά είχαν μια σκληρή, έντονη ομορφιά. Χρειάστηκε μια ώρα για να περπατήσω μέχρι την Καστάνια. Κοντά στην πλατεία του χωριού, μια γυναίκα, που στεκόταν μπροστά σε έναν πέτρινο τοίχο, μάζευε σύκα από ένα δέντρο που ήταν δίπλα σε ένα σπίτι και έμοιαζε εγκαταλελειμμένο.

Στην πλατεία, μια ομάδα ανδρών καθόταν έξω από δυο ταβέρνες, μιλώντας και πίνοντας ρετσίνα ή καφέ. Περιγράφοντας μια παρόμοια σκηνή τη δεκαετία του 1950, ο Φέρμορ έγραψε ότι οι κάτοικοι που συνάντησε στις ταβέρνες απέφευγαν να μιλούν για την πολιτική και αντ’ αυτού μιλούσαν για ναυάγια, για το Λόρδο Βύρωνα, την πτώση του Βυζαντίου, τη μετανάστευση των πουλιών ή τα κακά του να καπνίζεις χασίς.

Διαβάστε τη συνέχεια:  newsbeast