Του Χάρη Ντιγριντάκη

Στοιχεία σοκ που καταδεικνύουν την υπεφορολόγηση των ελληνικών ξενοδοχείων και την διπλάσια σχεδόν επιβάρυνση τους σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αποκαλύπτει η τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) που παρουσιάστηκε σήμερα.

Οπως υπογραμμίζει η πρόεδρος του ΙΤΕΠ κα Κωνσταντίνα Σβύνου «το εν λόγω γεγονός αφαιρεί καίρια όπλα από τη φαρέτρα της ανταγωνιστικότητας της χώρας στον τουρισμό σε σχέση με άλλα κράτη, αναγκάζοντας τον Έλληνα ξενοδόχο να πουλά ακριβότερα με επιβαρύνσεις που δεν του αναλογούν ή να αφομοιώνει το κόστος δυσχεραίνοντας την υγιή του λειτουργία».

Σταχυολογώντας, τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης διαπιστώνεται ότι οι καθαροί φόροι που επιβαρύνουν άμεσα και έμμεσα το κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος αποτελούν το 19,1% του συνολικού κόστους παραγωγής, έναντι 10,2% που είναι, κατά μέσο όρο, η αντίστοιχη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας της χώρας.

Οι υψηλοί φόροι επιβαρύνουν το κόστος του ξενοδοχειακού προϊόντος

Όπως καταγράφει η έρευνα του ΙΤΕΠ, η συμμετοχή των καθαρών φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος είναι κατά 87,3% υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη στους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχοντας μάλιστα αυξηθεί κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.

Επίσης φαίνεται ότι η αύξηση της συμμετοχής των φόρων στο κόστος παραγωγής του τελικού ξενοδοχειακού προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη αύξηση στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (+22,4% έναντι +13,3%).

Ακόμη διαπιστώνεται ότι οι συνολικές φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις έχουν αυξηθεί, συνιστώντας σχεδόν το 1/4 του κόστους παραγωγής του ξενοδοχειακού προϊόντος (23,5%), από περίπου το 1/5 που ήταν προ δεκαετίας (19,9%).

Αντίθετα, στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15,6%, αυξημένο κατά μόλις 1 ποσοστιαία μονάδα κατά την ίδια περίοδο.

Το 44% των εισοδημάτων που δημιουργεί ο ξενοδοχειακός κλάδος κατανέμεται στους άλλους, πλην του ξενοδοχειακού, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έναντι του 28% που κατά μέσο όρο διανέμουν οι έτεροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας.

Υπογραμμίζεται ότι εν λόγω μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικής συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΤΕΠ και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με επιστημονικά υπεύθυνο τον κ. Γιώργο Σώκλη, Επίκουρο Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η υπερφορολόγηση γονατίζει την ανταγωνιστικότητα της χώρας στον τουρισμό

Σχολιάζοντας τα ευρήματα, η πρόεδρος του ΙΤΕΠ κα Κωνσταντίνα Σβύνου επισημαίνει: «Αναμένοντας τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας, γίνεται ευκόλως διακριτή η υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου και η άνιση αντιμετώπισή του σε σχέση με τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα γίνεται σαφές, ότι η ξενοδοχία παράγει εισοδήματα, τα οποία κατανέμονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο όρο των υπολοίπων κλάδων.

Το εν λόγω γεγονός όμως, αφαιρεί καίρια όπλα από τη φαρέτρα της ανταγωνιστικότητας της χώρας στον τουρισμό σε σχέση με άλλα κράτη, αναγκάζοντας τον Έλληνα ξενοδόχο να πουλά ακριβότερα με επιβαρύνσεις που δεν του αναλογούν ή να αφομοιώνει το κόστος δυσχεραίνοντας την υγιή του λειτουργία.

Επιπλέον, υφίσταται πρόσθετους δασμούς, όπως το υπεραυξημένο τέλος ανθεκτικότητας, την αύξηση του φόρου παρεπιδημούντων και των δημοτικών τελών, καθώς και τα βέλη του αθέμιτου ανταγωνισμού από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, που εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα γκρίζο νομοθετικό και ελεγκτικό περιβάλλον».