του Χάρη Ντιγριντάκη

Την ίδια ώρα που οι αριθμοί ευημερούν στον ελληνικό τουρισμό η υποδομή φιλοξενίας της χώρας απειλείται άμεσα από τουρισμό δυο ταχυτήτων.

Λάτρεις του φορμαλισμού, κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι σε κορυφαία υπουργεία, διαμορφώνουν συνθήκες ασφυξίας στην ελληνική ξενοδοχία ακολουθώντας ευρωπαϊκές νόρμες που δεν έχουν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα στις υποδομές φιλοξενίας η οποία αναπτύχθηκε άναρχα τη δεκαετία του 80.

Αυτοί που ξέρουν σημειώνουν ότι σε μια περίοδο που η ελληνική πολιτεία δρομολογεί αλλαγές μέσω ενός μπαράζ μεταρρυθμίσεων ρέκτες του υπουργείου Οικονομικών οφείλουν να επανεξετάσουν τη χρηματοδότηση των τουριστικών επιχειρήσεων. Και τούτο διότι άνω του 70% των ξενοδοχείων, εκείνα τα οποία εντάσσονται στις τρεις χαμηλότερες κατηγορίες, αποκλείεται από μία σειρά χρηματοδοτικών δράσεων που στόχο έχουν τον εκσυγχρονισμό και την ενεργειακή αναβάθμιση των τουριστικών επιχειρήσεων.

Μπορεί τα ξενοδοχεία των 1, 2 και 3 αστεριών να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, καθώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), αυτά αντιπροσωπεύουν το 74% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού της Ελλάδος και το 47% σε όρους δωματίων, ωστόσο δεν έχουν πρόσβαση σε προγράμματα χρηματοδότησης προκειμένου να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της ποιοτικής, τεχνολογικής και ενεργειακής αναβάθμισης που επιτάσσει η σύγχρονη εποχή.

«Βασικό κριτήριο για ένταξη των ξενοδοχείων χαμηλότερων κατηγοριών σε χρηματοδοτικά προγράμματα είναι η αναβάθμισή τους στην κατηγορία των 4 αστέρων, κάτι το οποίο δεν είναι εφικτό πάντα. Πρέπει να διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα ποιοτικής αναβάθμισης των υπηρεσιών που ωστόσο δεν θα “διαταράσσει” την αστεροποίηση», επισημαίνουν παράγοντες της τουριστικής αγοράς.

Μάλιστα, όπως εξηγούν πηγές του ξενοδοχειακού κλάδου, εξαιτίας του αποκλεισμού επιχειρήσεων από χρηματοδοτικά προγράμματα, «χάνονται» επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ που θα κατευθύνονταν στην αναβάθμιση, ποιοτική, ενεργειακή, τεχνολογική, των μονάδων.

«Δεν μπορεί το σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας να είναι 4 και 5 αστέρων», επισημαίνει στον ΕΤ της Κυριακής η κα Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του ΙΤΕΠ. «Πολλά μικρά ξενοδοχεία δεν μπορούν να ευθυγραμμιστούν με τις τεχνικές προδιαγραφές για αναβάθμισή τους. Για παράδειγμα για να ενταχθεί ένα ξενοδοχείο στην κατηγορία των 4 αστέρων, πρέπει το δωμάτιο να έχει εμβαδόν 16 τ.μ. Σε κάποια ξενοδοχεία για να γίνει αυτό, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ενοποίηση δωματίων που σε αρκετές περιπτώσεις τελικά δεν είναι προς όφελος του επιχειρηματία, καθώς δεν είναι κερδοφόρα η λειτουργία του ξενοδοχείου», τονίζει. «Σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις δεν ισχύουν αυτές οι τεχνικές προδιαγραφές. Για παράδειγμα στο Παρίσι και στο Λονδίνο μπορούμε να βρούμε ξενοδοχεία 4 αστέρων με μικρά δωμάτια», προσθέτει.

Πόσα δαπανούν σε επενδύσεις

Πάντως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, τα ξενοδοχεία 1, 2 και 3 αστέρων δαπανούν ένα σημαντικό ποσοστό του τζίρου τους σε επενδύσεις για επισκευές, ανακαίνιση και συντήρηση. Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία των τριών χαμηλότερων κατηγοριών δαπανούν διψήφιο ποσοστό επί τους τζίρους τους για επενδύσεις σε σχέση με τα ξενοδοχεία των δύο υψηλότερων κατηγοριών που δαπανούν μονοψήφιο ποσοστό.

Πιο αναλυτικά, με βάση τα στοιχεία του 2022, τα ξενοδοχεία της χαμηλότερης κατηγορίας δαπάνησαν το 14,8% του τζίρου τους για επισκευές, ανακαίνιση και συντήρηση. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων διαμορφώθηκε στο 11,7% και για εκείνα των 3 αστέρων το εν λόγω ποσοστό ανήλθε στο 10,3%. Την ίδια στιγμή, τα ξενοδοχεία 4 αστέρων δαπάνησαν για επισκευές, ανακαίνιση και συντήρηση το 6,4% του τζίρου τους και τα ξενοδοχεία της υψηλότερης κατηγορίας ξόδεψαν το 5,9% του κύκλου εργασιών τους.

Επίσης, διαπιστώνεται ότι τα ξενοδοχεία 1 – 3 αστέρων έχουν πρόθεση να επενδύσουν σε δράσεις πράσινου μετασχηματισμού και ενεργειακής αναβάθμισης για τις οποίες απαιτούνται σχετικά μικρά ποσά ανά ξενοδοχείο, ωστόσο το υψηλό κόστος των τεχνικών λύσεων αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην υλοποίηση αυτών των επενδύσεων. Μέχρι σήμερα, πάντως, σημαντική μερίδα αυτών των ξενοδοχείων έχει επενδύσει σε δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης και πράσινου μετασχηματισμού.

Μάλιστα, πολλοί είναι οι ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων 1, 2 και 3 αστέρων που λένε πως προτίθενται να επενδύσουν για την απόκτηση των βασικότερων διαχειριστικών εργαλείων που βελτιώνουν σημαντικά και εκσυγχρονίζουν τη λειτουργία των μονάδων (το PMS, το Channel Manager, το Booking Engine και το Reputation Management), υπό την προϋπόθεση ύπαρξης κάποιου χρηματοδοτικού προγράμματος.

Τα χαρακτηριστικά

Ενδεικτικό της δυναμικής τους είναι το γεγονός ότι τα ξενοδοχεία 1, 2 και 3 αστέρων αντιπροσωπεύουν το 74% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας σε όρους μονάδων και το 47% σε όρους δωματίων. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ξενοδοχεία των τριών χαμηλότερων κατηγοριών έχουν μέγεθος μέχρι 50 δωμάτια.

Το μέσο μέγεθος των ξενοδοχείων 3 αστέρων είναι περίπου 35 δωμάτια, των ξενοδοχείων 2 αστέρων 26 δωμάτια και των ξενοδοχείων 1 αστεριού 19 δωμάτια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, κατά την τελευταία 10ετία 2013-2023 παρατηρήθηκε μια αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού με αύξηση των ξενοδοχείων, κυρίως των δύο ανώτερων κατηγοριών και μείωσης των ξενοδοχείων των δύο χαμηλότερων κατηγοριών.

Σε ό,τι αφορά το προφίλ των τουριστών που τα επιλέγουν, τα ξενοδοχεία 1, 2 και 3 αστέρων φιλοξενούν υψηλότερα ποσοστά Ελλήνων τουριστών σε σχέση με τα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων. Επίσης, το 90% – 94% της συνολικής αξίας των αγορών για τρόφιμα και ποτά των ξενοδοχείων 1, 2 και 3 αστέρων αφορά σε αγορές τοπικών και ελληνικών προϊόντων. Μάλιστα, τα ξενοδοχεία των χαμηλότερων κατηγοριών στηρίζουν σημαντικά την τοπική αγορά εργασίας, καθώς η πλειοψηφία των εργαζομένων τους προέρχεται από αυτήν.