Την διαδικασία για την προοδευτική αποδέσμευση λογαριασμών για τους πολίτες που είναι συνεπείς στις ρυθμίσεις τους προς την Εφορία περιγράφει ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, η οποία θα ισχύει από την 01.10.2019.
- Η υποβολή της αίτησης για την προοδευτική αποδέσμευση λογαριασμού γίνεται ηλεκτρονικά από τους ενδιαφερόμενους πολίτες, με τη χρήση των προσωπικών τους κωδικών taxis σε ειδική εφαρμογή στο δικτυακό τόπο www.aade.gr.
- Ο αιτών καταχωρεί τον κωδικό αριθμό του δεσμευμένου λογαριασμού που έχει επιλέξει για τον περιορισμό της κατάσχεσης.
- Μετά την ηλεκτρονική καταχώριση της αίτησης, ο οφειλέτης ενημερώνεται από την ηλεκτρονική εφαρμογή για το ποσό του περιορισμού.
- Εξαιρετικά, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η υποβολή της αίτησης ηλεκτρονικά, αυτή υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. ή Ελεγκτικό Κέντρο ή άλλη Υπηρεσία, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής.
- Ο περιορισμός χορηγείται για ένα μοναδικό λογαριασμό και ισχύει για 1 μήνα από την ημερομηνία χορήγησής του, ξεκινώντας από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση αυτού. Ο περιορισμός ανανεώνεται μηνιαίως, εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
- Το ποσό του περιορισμού υπολογίζεται ακόμα και στην περίπτωση που νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών ή βρίσκεται σε αδράνεια ή έχει τεθεί σε εκκαθάριση.
- Το ποσό του περιορισμού της κατάσχεσης υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στο νόμο, ως γινόμενο του ποσού δόσης επί ένα συντελεστή, ο οποίος κυμαίνεται από 3 έως 4,5.Πως προσδιορίζονται οι συντελεστές
Παραδείγματα
Ηλεκτρονική αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία προοδευτικής αποδέσμευσης λογαριασμών υποβάλλεται την 15.10.2019. Ο περιορισμός ενεργοποιείται την 01.11.2019, δηλαδή τον επόμενο μήνα από την υποβολή της αίτησης και ισχύει έως την 30.11.2019, ενώ μετά ανανεώνεται με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις. Το ποσό του περιορισμού υπολογίζεται βάσει της δόσης της ρύθμισης που έχει καταβληθεί έως την 30.09.2019.
i) Έστω ότι οφειλέτης έχει επιλέξει ρύθμιση 12 δόσεων (του ν. 4152/13 ή του ν. 4174/2013 ή του ν. 2275/1984) και έχει πληρώσει έως 30.09.2019 την 5η δόση της ρύθμισης. Άρα, το ποσό αποδέσμευσης ισούται με το ποσό της δόσης που καταβλήθηκε το Σεπτέμβριο επί συντελεστή «4», ο οποίος αντιστοιχεί στην 5η δόση μίας 12άρας ρύθμισης.
ii) Έστω ότι οφειλέτης έχει επιλέξει ρύθμιση 24 ή 36 δόσεων (του ν.4152/13 ή του ν. 4174/2013 ή του ν. 2275/1984 ή του ν. 4611/2019) και έχει πληρώσει έως 30.09.2019 την 6η δόση της ρύθμισης. Άρα, το ποσό αποδέσμευσης ισούται με το ποσό της δόσης που καταβλήθηκε το Σεπτέμβριο επί συντελεστή «3,8», ο οποίος αντιστοιχεί στην 6η δόση μίας 24άρας/36άρας ρύθμισης.
iii) Έστω ότι οφειλέτης έχει επιλέξει ρύθμιση 120 / 100 δόσεων (του ν. 4611/2019 ή του ν.4321/2015 ή του ν.4305/2014) και έχει πληρώσει έως 30.09.2019 την 40η δόση της ρύθμισης. Άρα, το ποσό αποδέσμευσης ισούται με το ποσό της δόσης που καταβλήθηκε το Σεπτέμβριο επί συντελεστή «3,6», ο οποίος αντιστοιχεί στις δόσεις 31-40 των ανωτέρω ρυθμίσεων.
- Αν ο οφειλέτης επιλέξει λιγότερες δόσεις από αυτές που προβλέπονται από το νόμο ή από αυτές που του προτείνει η Φορολογική Διοίκηση, τότε οι συντελεστές αναπροσαρμόζονται αντιστοίχως, προκειμένου ο μέγιστος συντελεστής που θα αντιστοιχούσε στο αρχικό πρόγραμμα να εφαρμόζεται αναλόγως ως μέγιστος συντελεστής του προγράμματος που επέλεξε τελικά. (Π.χ. έστω ρύθμιση 12 δόσεων εκ του νόμου, για την οποία ο οφειλέτης επιλέγει 5 δόσεις. Τότε, ο συντελεστής 4,5 που προβλέπεται για τη 12η δόση, θα εφαρμοστεί για την 5η (τελευταία) δόση της ρύθμισης που επέλεξε ο οφειλέτης και, αντίστοιχα, θα τροποποιούνται και οι προηγούμενοι συντελεστές).
- Οι συντελεστές του πίνακα εφαρμόζονται και για τις ενεργές ρυθμίσεις που έχουν χορηγηθεί πριν από τη δημοσίευση του ν.4611/2019, με τη χρήση του συντελεστή που αντιστοιχεί, κατά περίπτωση, στον αριθμό της τελευταίας μηνιαίας δόσης ρύθμισης που εξοφλήθηκε.
- Σε περίπτωση που έχει επιβληθεί κατάσχεση σε δηλωθέντα ως ακατάσχετο τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμό πληρωμών φυσικού προσώπου, το ποσό περιορισμού που προκύπτει προστίθεται στο όριο του ακατάσχετου των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ αποκλειστικά κατά το μέρος που υπερβαίνει το όριο αυτό.