Της Κατερίνας Καρσιώτη,

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, ο Γιάννης Ρίτσος. Ο επισκέπτης της Μονεμβασιάς διανύει μία διαδρομή ακολουθώντας τα βήματα του Μονεμβασίτη ποιητή.

Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Ήταν πολυγραφότατος με διεθνή απήχηση, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του΄30». Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Πολλά έργα του ήταν, είναι και θα παραμείνουν γνωστά στην ιστορία της ποίησης. Από τα πιο γνωστά του αναγνωρίζονται ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως».

Το 1975 ο Γιάννης Ρίτσος προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γεννημένος στην Μονεμβασιά το 1909 ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Από μικρός φαινόταν ότι είχε κλίση στις τέχνες. Αγαπούσε τα βιβλία. Γρήγορα έμαθε να ζωγραφίζει, να μαθαίνει πιάνο και να γράφει στίχους.

Από τότε φάνηκε πως κάποια στιγμή θα άφηνε το δικό του στίγμα στην Ελληνική ποίηση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».

Ο Ρίτσος…ο ποιητής της Ρωμιοσύνης

Το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες : Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δοκίμου αξιωματικού του Ναυτικού από φυματίωση το 1921 και μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια . Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Ας σημειώσουμε ότι το ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα , ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.

Μαζί με τη Λούλα ο ποιητής περνά τα γυμνασιακά του χρόνια στο Γύθειο. Το 1925 φτάνουν στην Αθήνα για σπουδές. Γρήγορα όμως ο Ρίτσος θα προσβληθεί κι αυτός από φυματίωση. Στο μέλλον, ως το 1940 περίπου, η ζωή του θα περνά ανάμεσα σε σανατόρια – Σωτηρία,  Καψαλώνα,  Άγιος Ιωάννης ( Χανιά ),  Πάρνηθα – και στα διαλείμματα, στην Αθήνα, όπου είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά και κάποτε με εξευτελιστικούς όρους για να επιζήσει.

Στο πείσμα αυτής της κακιάς μοίρας και του ίδιου του θανάτου που τον απειλεί συνεχώς, ο Ρίτσος, που από τα παιδικά του χρόνια αισθάνεται ποιητής, γράφει ασταμάτητα. Στην ποίηση βρήκε το μοναδικό καταφύγιο. Στην ποίηση και, από το 1929, στο σοσιαλιστικό ιδανικό το οποίο ενστερνίστηκε στο σανατόριο της Σωτηρίας – εκεί νοσηλεύονταν πολλοί αγωνιστές . Η πίστη σ’ αυτό το μελλοντικό όραμα θα εμπνέει και την ποίησή  του.

Από το 1930 ως το 1934 γράφει τις συλλογές Τρακτέρ (έκδ.1934) και Πυραμίδες (έκδ.1935). Το 1936, με αφορμή την αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, γράφει τον Επιτάφιο. Η δικτατορία του Μεταξά συμπεριλαμβάνει τον Επιτάφιο στα ανατρεπτικά βιβλία που κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Στο διάστημα αυτό, έως τον πόλεμο, ο Ρίτσος εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής σε διάφορα θέατρα και αργότερα στο Εθνικό και στη Λυρική. Στην Κατοχή εντάσσεται στον λογοτεχνικό τομέα του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Νέα υποτροπή της φυματίωσης τον καθηλώνει στο κρεβάτι όπου γράφει ασταμάτητα. (Τα περισσότερα έργα αυτής της περιόδου καταστράφηκαν αμέσως μετά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη 1944.) Τον Δεκέμβριο του 1944 ακολουθεί τις αριστερές δυνάμεις που εγκαταλείπουν την Αθήνα. Φθάνει στην Κοζάνη όπου γράφει το θεατρικό Η Αθήνα στ’ άρματα που παίζεται αμέσως.

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη και συνεργάζεται με το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1948 εκτοπίζεται στο Κοντοπούλι της Λήμνου, αργότερα στη Μακρόνησο και στο τέλος στον Αϊ – Στράτη. Απελευθερώνεται τον Αύγουστο του 1952. Στην περίοδο αυτή το έργο του είναι απαγορευμένο , ο ίδιος όμως συνεχίζει τη δημιουργική του δραστηριότητα.

Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου και το 1955 γεννιέται η κόρη του, Έρη. Το 1956 του απονέμεται το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη Σονάτα του σεληνόφωτος.

Αυτά τα χρόνια κι ως την καινούργια δικτατορία είναι τα μόνα ήρεμα. Ο ποιητής αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο του και σε ποιητικές μεταφράσεις χωρίς άλλους επαγγελματικούς περισπασμούς. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι σ’ όλη τη ζωή του δε σταμάτησε ούτε μέρα να γράφει και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Με την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ιππόδρομο. Στη συνέχεια εξορίζεται στη Γυάρο, ύστερα στο Παρθένι της Λέρου. Από τον Οκτώβριο του 1968 ως το τέλος του 1970 βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό» στο Καρλόβασι  Σάμου. Το έργο του είναι πάλι υπό απαγόρευση.

Το 1971 επιστρέφει ελεύθερος στην Αθήνα. Έχει έρθει η ώρα της αναγνώρισης στην Ελλάδα και διεθνώς. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1975). Το 1978 γίνεται επίσης διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγκχαμ  στην Αγγλία, το 1984 του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λειψίας  και το 1987 του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1977 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Ο Γιάννης Ρίτσος μας έχει δώσει ένα ογκωδέστατο έργο. Μετά τον Επιτάφιο (1936), ακολουθούν λυρικές συνθέσεις σε ελεύθερο στίχο όπως  Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του ωκεανού (1940). Μέσα στη Κατοχή γράφει τη Δοκιμασία ενώ η εποποιία της Αντίστασης θα του εμπνεύσει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών (1945-1947). Παράλληλα, η τραγωδία της Κατοχής και του Εμφύλιου καταγράφεται στη συλλογή Αγρύπνια (1944-1953) και στις Γειτονιές του κόσμου (1949-1951).

Στον τόμο Τέταρτη διάσταση (1956-1975) έχουν συγκεντρωθεί ποιητικοί μονόλογοι, όπως η Σονάτα του σεληνόφωτος , ο Ορέστης, ο Φιλοκτήτης, η Χρυσόθεμις, η Ελένη. Μέσα από τον μύθο και την ιστορία όσο και από τις σύγχρονες κοινωνικές συγκρούσεις, ο ποιητής αναπτύσσει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη μοίρα. Η Τέταρτη διάσταση μαζί με τις πολυάριθμες συλλογές μικρών ποιημάτων που γράφονται παράλληλα (Μαρτυρίες, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Χειρονομίες και άλλα) είναι το απόσταγμα της ανθρώπινης και ποιητικής εμπειρίας του. Με τις οραματικές, δοξαστικές συνθέσεις που συγκεντρώνονται στους τόμους Γίγνεσθαι και Επινίκια, ο Ρίτσος ολοκληρώνει την ποιητική του κατάθεση.

Ως τώρα έχουν κυκλοφορήσει 100 ποιητικά βιβλία , τέσσερα θεατρικά καθώς και εννέα πεζά με τον γενικό τίτλο Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων. Επίσης 12 βιβλία με μεταφράσεις του και ένα βιβλίο με δοκίμια. Οι ξένες εκδόσεις του έργου του, που έχουν μεταφραστεί σε σαράντα διαφορετικές γλώσσες ανέρχονται σε 266.

Το Πρόσωπο που αγάπησε τη Μονεμβασιά όσο κανένας άλλος

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τη Μονεμβασιά, την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Ο ποιητής αγάπησε τη Μονεμβασιά όσο κανένας άλλος. Την αποτύπωσε στα έργα του, της έδωσε χρώμα, της έδωσε ήχο. Ύμνησε το Βράχο της όπου η πέτρα συνδιαλέγεται με το μπλε της θάλασσας και εμπνεύστηκε από τη ρομαντικότητα και τη μοναδικότητα της.

Στη Καστροπολιτεία, ο Γιάννης Ρίτσος έκανε τα πρώτα του βήματα και πέρασε τα πιο ανέμελα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Η οικογένεια του έμενε αρχικά σε ένα σπίτι απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας αλλά με τη γέννηση του ποιητή, μετακόμισε στο σπίτι που βρίσκεται περίπου 150 μέτρα από την κεντρική πύλη της Καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.

Σήμερα έξω από το σπίτι, δεσπόζει η προτομή του μεγάλου Έλληνα ποιητή να αγναντεύει το βαθύ ελληνικό μπλε. Καθώς το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο για την τότε εποχή, το έλεγαν, όπως έχει σημειώσει η αδελφή του Γ. Ρίτσου, Λούλα, «το Χάνι της Γραβιάς». Εκεί, στη Μονεμβασιά, ο Γιάννης Ρίτσος έμαθε τα πρώτα του γράμματα και δοκίμασε σε ηλικία 8 ετών να γράψει τους πρώτους του στίχους.

Ο ποιητής επέστρεψε στον αγαπημένο του τόπο πλέον στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου και έγραψε τα πρώτα ποιήματα της συλλογής «Μονοβασιά» (1976). Την ίδια περίοδο το έργο του αναγνωρίζεται διεθνώς. Ο Ρίτσος έλαβε το 1977 το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη και την Φιλία των Λαών.

Ο επισκέπτης της Καστροπολιτείας στα βήματα του Γιάννη Ρίτσου

Σήμερα όποιος επισκέπτεται τη Μονεμβασιά γίνεται «κοινωνός» μιας ταξιδιωτικής αίγλης και μίας υποβλητικότητας μοναδικής. Η βόλτα του επισκέπτη στα γραφικά σημεία του τόπου αποτελεί μία υπέροχη εμπειρία για να περπατήσει κανείς στα βήματα του εθνικού ποιητή Γιάννη Ρίτσου και να διαβάσει ξανά τις ποιητικές του συλλογές.

Από το «Κανόνι» ο επισκέπτης μπορεί να κατηφορίσει προς τα θαλάσσια τείχη και να επισκεφθεί τη μεγάλη πλατεία με την εκκλησία της Παναγίας Χρυσαφίτισσας του 17ου αι.  Η  μικρή πηγή της, μάλιστα, θεωρείται αγίασμα. Μπορεί να περιπλανηθεί στα δαιδαλώδη πέτρινα σοκάκια της Κάτω Πόλης, να χαθεί σε ατελείωτους περιπάτους και να εντοπίσει το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μονεμβασίτης ποιητής Γιάννης Ρίτσος, το οποίο τείνει να γίνει μουσείο.

Κάθε σπίτι, εκκλησία και  γωνιά της μεσαιωνικής πολιτείας, κάθε αρχοντικό έχει και τη δική του ιστορία. Βυζαντινά σύμβολα, ενετικά οικόσημα, ντάπιες και πολεμίστρες συγκροτούν το ατελείωτο ιστορικό σταυροδρόμι πολιτισμού.

Ο επισκέπτης μπορεί να ανηφορίσει το κεντρικό καλντερίμι, στην φημισμένη οδό Γιάννη Ρίτσου, με τα τουριστικά μαγαζάκια και να προσδώσει μια ανάλαφρη και γοητευτική νότα στην καθημερινότητά του. Η σιωπηλή, μεσαιωνική ατμόσφαιρα του κάστρου αυτομάτως διανθίζεται από στιγμές χαράς και πηγαίου αυθορμητισμού όσων την κατακλύζουν.

Εκτός από το σπίτι και την «τελευταία κατοικία» του Γιάννη Ρίτσου στη Μονεμβασιά, μνήμες από τη ζωή του μεγάλου Έλληνα ποιητή μπορεί να εντοπίσει κανείς και στο Λιοτρίβι, στο αρχοντικό στις Βελιές, το οποίο αποτέλεσε για δεκαετίες και έως το 1930 το εξοχικό σπίτι της οικογένειας Ρίτσου.

Ο ποιητής είχε γράψει για το σημείο: «Στις Βελιές, που περνούσαμε τον περισσότερο καιρό του καλοκαιριού, τα περιβόλια ήταν γεμάτα καρπούς. Παίρναμε τα καλάθια στο χέρι να μαζέψουμε φρούτα, σταφύλια, καρύδια και αμύγδαλα. Κοντά στο σπίτι μας υπήρχε μια μεγάλη βρύση, πηγή με τρεχούμενο νερό. Εκεί πηγαίναμε να δούμε τις γυναίκες να πλένουν και να λευκαίνουν και τους άντρες να ποτίζουν τα ζωντανά τους. Το νερό συνέχιζε να τρέχει κάτω από τα πλατάνια, τις λεύκες και τις καλαμιές, και να ποτίζει με τα αυλάκια του τα χτήματα των Ρίτσων.

Εδώ κυνηγούσαμε βατράχια, τσαλαβουτούσαμε και ξαπλώναμε κάτω από τις σκιές στις ψάθες, που φέρναμε από το σπίτι. Την εποχή του τρύγου τρέχαμε στ’ αμπέλια ανάμεσα στους εργάτες και τις εργάτριες και ξεχνιόμαστε στα πατητήρια. Τα λιακωτά γέμιζαν μαύρη σταφίδα που ξεραινόταν στον ήλιο και στα βαρέλια ακούγαμε να σιγοβράζει ο μούστος. Το γλυκόπιοτο κρασί της Μονεμβάσιας και όλης της γύρω περιοχής είναι ονομαστό. Όταν είχε κυνήγι, οι θείοι και ο πατέρας έφευγαν με τους υπηρέτες και τα σκυλιά και οι γυναίκες έκαναν κάποια επίσκεψη σε συγγενείς και κουμπάρους.