“Με λύπη διαπιστώνουμε ότι, ενώ πολλοί κλάδοι ωφελούνται από την επιτυχία του ελληνικού τουρισμού, ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι και πάλι ο μόνος που καλείται να πληρώσει το τίμημα αυτής της επιτυχίας. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλους κλάδους της οικονομίας, εμείς δεν μπορούμε (και δεν θέλουμε) να μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας στο εξωτερικό”, τόνισε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Γιάννης Χατζής σε ανάρτησή του στο Facebook.
Ο κ. Χατζής προχώρησε στην παραπάνω δήλωσε με αφορμή δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία το Υπουργείο Εσωτερικών εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης του τέλους παρεπιδημούντων, επαναφέροντάς το στα επίπεδα προ του 2009.
Ο κ.Χατζής τονίζει επίσης ότι σε όρους πραγματικού ΑΕΠ η χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό είναι το 2019.
Αναλυτικά, η ανάρτηση του κ.Χατζή:
“Είναι πλέον σαφές ότι οι περισσότεροι τουριστικοί προορισμοί της χώρας μας δεν εμφανίζουν τη δυναμική που είχαν τα προηγούμενα δύο χρόνια. Παρά την αύξηση στις αφίξεις φέτος, οι επισκέπτες που έρχονται στη χώρα μας αφήνουν λιγότερα χρήματα σε ονομαστικές αξίες σε σχέση με πέρυσι (Μ.Κ.Δ. 2024: 570 ευρώ, Μ.Κ.Δ. 2023: 588 ευρώ) όπως επιβεβαιώνουν και τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο αποσπασματικός και επιλεκτικός τρόπος παρουσίασης των δεδομένων δεν μπορεί να αποκρύψει την πραγματικότητα. Το 2019 παραμένει, σε όρους πραγματικού ΑΕΠ, η χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό (Πραγματική Μ.Κ.Δ. 2023 περίπου -13% από Πραγματική Μ.Κ.Δ. 2019).
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οφείλουμε να προστατεύσουμε την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι συμβαίνει το αντίθετο. Περίπου έναν χρόνο μετά τις ανακοινώσεις για την επιβάρυνση του ξενοδοχειακού προϊόντος με το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, το Υπουργείο Εσωτερικών, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης του τέλους παρεπιδημούντων, επαναφέροντάς το στα επίπεδα προ του 2009.
Με λύπη διαπιστώνουμε ότι, ενώ πολλοί κλάδοι ωφελούνται από την επιτυχία του ελληνικού τουρισμού, ο ξενοδοχειακός κλάδος είναι και πάλι ο μόνος που καλείται να πληρώσει το τίμημα αυτής της επιτυχίας. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλους κλάδους της οικονομίας, εμείς δεν μπορούμε (και δεν θέλουμε) να μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα διαθέτει 10.500 ξενοδοχεία, εκ των οποίων τα 8.000 είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Έχει αναλογιστεί κανείς τις συνέπειες που θα έχει αυτή η συνεχής πολιτική επιβαρύνσεων στη βιωσιμότητα αυτών των μονάδων; Πώς θα μπορέσουν αυτές οι κυρίως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, που στερούνται πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα και εξαιρούνται από επενδυτικά προγράμματα, να αναβαθμίσουν τις εγκαταστάσεις τους και να βελτιώσουν το επίπεδο των υπηρεσιών τους ώστε να αντεπεξέλθουν στον ολοένα αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό; Έχει σκεφτεί κανείς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που αυτή η «πρακτική» θα έχει στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας;
Και για να απαντήσω στο διαχρονικό επιχείρημα ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος στηρίχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας: Τα ξενοδοχεία μας έλαβαν την υποστήριξη που τους αναλογούσε, βάσει της συνεισφοράς τους στην ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Και μόλις άρχισε να επανέρχεται η κανονικότητα, άρχισαν να επιστρέφουν πολλαπλάσια τη στήριξη που έλαβαν. Οι επιχειρήσεις μας δεν ζητούν ευνοϊκή μεταχείριση. Απαιτούν όμως να αντιμετωπίζονται με σεβασμό. Και δυστυχώς, όσο κι αν φαίνεται, με μια επιφανειακή προσέγγιση, ότι η τιμωρητική πολιτική απέναντι στον ξενοδοχειακό κλάδο προσφέρει βραχυπρόθεσμα δημοσιονομική ανακούφιση στον προϋπολογισμό, μακροπρόθεσμα θα έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία”.