γράφει ο Μηνάς Αναλυτής

Σήμερα το νομοθετικό πλαίσιο για την επαγγελματική υγεία και ασφάλεια είναι πλήρως εναρμονισμένο με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό και θα συνεχίζει να συμπληρώνεται/επικαιροποιείται, όπου αυτό απαιτείται. Ωστόσο καταγράφονται διαχρονικά ορισμένες παθογένειες και διαρθρωτικές αδυναμίες, η ύπαρξη των οποίων περιορίζει την μεγιστοποίηση των ωφελειών σε αυτό το πεδίο.

Επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, ως οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην παραγωγική διαδικασία, πρέπει να τηρούν ευλαβικά τα μέτρα προστασίας και πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων που υφίστανται στο εργασιακό περιβάλλον. Οι καλές συνθήκες εργασίας και ο χαμηλός επαγγελματικός κίνδυνος, με την τήρηση όλων των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία κανόνων, αφήνουν το θετικό τους αποτύπωμα, τόσο στην καλή λειτουργία των επιχειρήσεων όσο και στον περιορισμό των εργατικών ατυχημάτων.

Επιχειρήσεις, οι οποίες επενδύουν στην ενεργή πρόληψη καταγράφουν καλά οικονομικά αποτελέσματα με θετική επίπτωση στην παραγωγικότητά τους. Διαφορετικά, όσο περισσότερα εργατικά ατυχήματα καταγράφονται σε μια επιχείρηση τόσο οι οικονομικές τους επιδόσεις επιδεινώνονται.

Προς επίρρωση της παραπάνω θέσης, που δεν είναι πάντα ευρέως κατανοητή αλλά και εύκολα ποσοτικοποίησιμη ώστε να αναδειχθεί η σημασία της, ας κάνουμε αναφορά σε μία πρόσφατη μελέτη του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών για την Ασφάλεια ΙΝRS (Ιnstitut National des Recherches et de Sécurité), το οποίο έχοντας αναλύσει τα δεδομένα 2 εκατομμυρίων επιχειρήσεων σε βάθος δεκαπενταετίας δημιούργησε ένα κατάλληλο οικονομετρικό μοντέλο εισάγοντας οικονομικές μεταβλητές, αλλά και μεταβλητές αποτυπώνοντας τον δείκτη των εργατικών ατυχημάτων.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά διότι καταδειχθεί κατά πρώτον μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ ατυχημάτων και οικονομικής αποδοτικότητας των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα μια αύξηση κατά 10% της συχνότητας των εργατικών ατυχημάτων, μειώνει κατά μέσο όρο 0,12% την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και κατά 0,11% την κερδοφορία τους. Κατά δεύτερον, ανεξαρτήτως μεγέθους των επιχειρήσεων, οι αρνητικές οικονομικές επιδόσεις ακολουθούν το έτος που σημειώθηκαν τα εργατικά ατυχήματα.

Τέλος παρατηρήθηκε, ότι η παραγωγική διαδικασία διαταράσσεται περισσότερο από έναν μεγαλύτερο αριθμό μικρής διάρκειας εργατικών ατυχημάτων παρά από ένα μικρό αριθμό μακράς διάρκειας εργατικών ατυχημάτων.

Αυτό το εύρημα εξηγείται από το γεγονός ότι όταν συμβεί ένα εργατικό ατύχημα, η επιχείρηση πρέπει άμεσα να διαχειριστεί τις δυσλειτουργίες στην παραγωγική διαδικασία που σημαίνει υψηλότερο κόστος ,κόστος που με την πάροδο του χρόνου μειώνεται διότι η επιχείρηση σταδιακά προσαρμόζεται.

Αλλά και σε μακροοικονομικό επίπεδο διαπιστώνεται ότι χώρες με μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα έχουν υψηλότερο δείκτη αξιολόγησης σε θέματα Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ), ενώ οικονομίες με χαμηλότερα επίπεδα ΥΑΕ δεν είναι πιο ανταγωνιστικές. Ας αναφέρουμε ότι χώρες όπως η Φιλανδία, η Σουηδία και η Δανία, που διαχρονικά έχουν ένα ισχυρό σύστημα επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας, καταγράφουν υψηλή ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους.

Ένα ορθολογικά δομημένο και ολοκληρωμένο σύστημα επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας στηρίζεται στα λεγόμενα ταμεία ασφάλισης επαγγελματικού κινδύνου. Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα ταμεία αυτά αποτελούν τον κύριο πυλώνα, στην χώρα μας απουσιάζει παντελώς αυτή η διάσταση, αν και οι βασικές του αρχές παραδόξως περιγράφονται στο βασιλικό διάταγμα: 473/1961, «Περί εισφοράς επαγγελματικού κινδύνου» ΦΕΚ 119/Α/26-7-61, εντός του οποίου αναφέρονται οι υπόχρεοι εργοδότες για την καταβολή εισφοράς, καθώς επίσης οι όροι μείωσης αυτής της εισφοράς, αλλά και οι προϋποθέσεις καταβολής επαύξησής της σε περίπτωση επιδείνωσης των μετρήσιμων δεικτών. Σε πρωτόλεια μορφή, περιγράφεται η υιοθέτηση κινήτρων/αντικινήτρων μέσω της υποχρέωσης καταβολής από τις επιχειρήσεις μειωμένης ή αυξημένης εισφοράς σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα που καταγράφουν για την μείωση των εργατικών ατυχημάτων.

Δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη ενός ισχυρού ελεγκτικού μηχανισμού, ο οποίος θα δρα αποτελεσματικά θα εντοπίζει και θα συλλαμβάνει την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας μέσω εκτεταμένων ελέγχων που σήμερα διενεργούνται στη χώρα μας από την Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας κατά τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο, καταγράφοντας εντυπωσιακά πράγματι αποτελέσματα. Αυτό όμως αποτελεί τη μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι η δημιουργία ενός ταμείου ασφάλισης επαγγελματικού κινδύνου που μέσω μιας διαβαθμισμένης εισφοράς θα επιβραβεύει τις επιχειρήσεις που καταγράφουν θετικά αποτελέσματα στον τομέα της πρόληψης, αλλά συγχρόνως θα τιμωρεί, μέσω αυξημένης εισφοράς εκείνες που αδιαφορούν. Αυτό προτάσσει, τόσο η οικονομική επιστήμη όσο και η κοινή λογική, αν φυσικά επιθυμούμε να δημιουργήσουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ενεργούς πρόληψης, βάζοντας την επαγγελματική υγεία και ασφάλεια σε νέα τροχιά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εισήγαγαν συστήματα ασφάλισης επαγγελματικού κινδύνου κάνοντας χρήση μιας εκτεταμένης γκάμας οικονομικών μηχανισμών, διότι -κατά γενική ομολογία- οι μηχανισμοί αυτοί είναι αποτελεσματικοί, προτρέποντας τις επιχειρήσεις να αλλάξουν συμπεριφορά με τρόπο εκούσιο.

Αν θεωρήσουμε τα εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν σε μια επιχείρηση ως: «αρνητικές εξωτερικότητες», το ζητούμενο είναι ότι η ίδια που τα δημιουργεί, αντί να τα διαχέει προς το εξωτερικό περιβάλλον χωρίς κανένα κόστος, μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη, οφείλει να τα εσωτερικεύει και να καθίσταται υπεύθυνη.(The Polluter Pays Principle).

Με την δημιουργία ενός ταμείου ασφάλισης επαγγελματικού κινδύνου και με την χρήση κατάλληλων -οικονομικής φύσεως- εργαλείων θα μπορούσε να επιτευχθεί και στην χώρα μας η εμβληματική αυτή μεταρρύθμιση συμπληρώνοντας το υπάρχον κενό. Υπάρχει μεγάλη ευρωπαϊκή εμπειρία για τη δημιουργία και λειτουργία τέτοιων συστημάτων που θα μπορούσε να αποτελέσει τον οδηγό για τη χώρα μας, με απτά οφέλη για τη διαδικασία της πρόληψης, τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις.

Ο κος Μηνάς Αναλυτής είναι οικονομολόγος Ph.D, του πανεπιστημίου Poitiers της Γαλλίας και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας