Oι ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες δεν αντιτίθενται στις επενδύσεις σε υποδομές και αναγνωρίζουν ότι οι περιορισμοί της χωρητικότητας των αερολιμένων αποτελούν πρόκληση.
Η αρχή όμως “ο χρήστης πληρώνει” σημαίνει ότι τα αεροδρόμια επιδιώκουν να ανακτήσουν το κόστος τους μέσω των τελών χρήσης (χρεώσεις).

Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων ο Tόμας Μπέϊρινγκ, διευθυντής του φορέα ευρωπαϊκών αερομεταφορέων Airlines 4 Europe (A4E).

“Μην πιστεύετε στους μύθους του αερολιμένα σχετικά με τις επενδύσεις και την ικανότητα. Ορισμένα αεροδρόμια “προχρηματοδοτούν την υποδομή, επισημαίνει.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ζητήσαμε κανόνες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Nα απαιτούν από τους εθνικούς ρυθμιστικούς φορείς να παρεμβαίνουν για την πρόληψη της κατάχρησης”.

Οι επενδύσεις, επισημαίνει πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικές. Να εξασφαλίσουν ότι οι αεροπορικές εταιρείες και οι επιβάτες τους δεν πληρώνουν περισσότερο από ότι είναι απαραίτητο για την υποδομή των αερολιμένων.
Μερικοί σημαντικοί αερολιμένες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά (SMP) και λίγους ανταγωνιστικούς περιορισμούς.
Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να ενεργούν ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των αεροπορικών εταιρειών και των επιβατών. Μπορούν να χρεώνουν υπερβολικά. Να κάνουν δαπανηρές ή περιττές επενδύσεις και να προσφέρουν ανεπαρκή ποιότητα υπηρεσιών.

Όπως υπογράμμισε ο κ. Μπέϊρινγκ “ορισμένοι αερολιμένες δεν είναι διαφανείς όσον αφορά το κόστος κεφαλαίου τους. Οι ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες καλούνται να υπογράψουν τυφλούς ελέγχους για επενδύσεις αεροδρομίων με περιορισμένο ρυθμιστικό έλεγχο ή παρέμβαση”.

Μελέτη 500 σελίδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2017 συνέστησε “πιο επικεντρωμένη ρύθμιση για τα αεροδρόμια με τα υψηλότερα επίπεδα ισχύος στην αγορά” και διαπίστωσε ότι “τα περιθώρια κέρδους των περισσοτέρων μεγάλων ευρωπαϊκών αεροδρομίων είναι πολύ υψηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο και ότι η αύξηση των τελών τα τελευταία χρόνια σε ορισμένους αερολιμένες ήταν πολύ υψηλή σε σύγκριση με άλλους αερολιμένες βάσει της οδηγίας”.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η ανεξαρτησία και οι πόροι των εθνικών ρυθμιστικών αρχών ήταν ασυντόνιστες.