Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη δεν έχουν βελτιωθεί από τον Ιούλιο, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πραγματοποίησε την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της μετά από μια δεκαετία, δήλωσε σήμερα το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της τράπεζας, Isabel Schnabel.

Η ΕΚΤ αιφνιδίασε τους αναλυτές τον Ιούλιο, αυξάνοντας τα επιτόκια της κατά 50 μονάδες βάσης αν και είχε προηγουμένως ανακοινώσει ότι η πρώτη αύξηση θα είναι κατά 25 μ.β.

Η κίνηση του Ιουλίου δεν είναι αρκετή για να αλλάξει τις προοπτικές για την πορεία του πληθωρισμού, ενώ ακόμα και μια ύφεση από μόνη της δεν θα αρκεί για να χαλιναγωγήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, εκτίμησε η Schnabel.

“Τον Ιούλιο, αποφασίσαμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά 50 μ.β. καθώς ανησυχούσαμε για την πορεία του πληθωρισμού”, δήλωσε η αξιωματούχος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Reuters. “Οι ανησυχίες που είχαμε τον Ιούλιο δεν έχουν μετριαστεί… δεν νομίζω ότι το outlook [του πληθωρισμού] έχει αλλάξει θεμελιωδώς”.

Οι αναλυτές θεωρούν δεδομένη άλλη μια αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, με τους αξιωματούχους να είναι μοιρασμένοι μεταξύ 25 και 50 μ.β. Οι δηλώσεις της Schnabel δείχνουν ότι αναμένεται να στηρίξει μια απόφαση για μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων.

“Δεν μπορώ να αποκλείσω, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ο πληθωρισμός να αυξηθεί περαιτέρω”, προειδοποίησε η Schnabel. “Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να παραμείνουν μαζί μας για κάποιο χρονικό διάστημα: δεν θα εξαφανιστούν γρήγορα”, πρόσθεσε, ενώ προειδοποίησε ότι “θα χρειαστεί χρόνος για να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον στόχο του 2%”.

Η αξιωματούχος της ΕΚΤ παραδέχτηκε παράλληλα τον κίνδυνο της ύφεσης για την ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και των πιέσεων από το ράλι των τιμών ενέργειας.

“Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ανάπτυξη θα επιβραδύνει και δεν μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα να μπούμε σε τεχνική ύφεση, ιδίως αν οι ενεργειακές προμήθειες από τη Ρωσία διαταραχθούν περαιτέρω”, ανέφερε.

“Οι καθοδικοί κίνδυνοι στην οικονομική ανάπτυξη έχουν αυξηθεί λόγω και των νέων διαταραχών στην προσφορά από την ξηρασία και τα χαμηλά επίπεδα του νερού σε μεγάλα ποτάμια. Φαίνεται ότι από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η Γερμανία έχει χτυπηθεί περισσότερο”.

Εκτίμησε παράλληλα ότι ενώ μια ύφεση θα αμβλύνει τις πιέσεις στις τιμές, δεν θα αρκεί από μόνη της να οδηγήσει τον πληθωρισμό πίσω στον στόχο του 2%. “Ακόμα και αν μπούμε σε ύφεση, είναι απίθανο οι πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρήσουν από μόνες τους”, σημείωσε.

Για τον κίνδυνο οι αυξήσεις των επιτοκίων να οδηγήσουν σε ράλι το κόστος δανεισμού στην περιφέρεια, ιδίως για χώρες με υψηλό δανεισμό, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, η αξιωματούχος της ΕΚΤ εμφανίστηκε καθησυχαστική, σημειώνοντας ότι η κεντρική τράπεζα έχει δρομολογήσει ένα νέο εργαλείο για να αντιμετωπίσει αυτό τον κίνδυνο, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument – TPI). Σημείωσε παράλληλα ότι οι αγορές είναι σήμερα πιο σταθερές, παρά την αυξημένη μεταβλητότητα και τη χαμηλή ρευστότητα.