Για τις συνέπειες που θα έχουν στο μέλλον οι περιορισμοί στα ταξίδια που έχουν επιβληθεί σε μία προσπάθεια να περιοριστεί η πανδημία του κορωνοϊού κάνει λόγο σε επιστολή του ο γενικός γραμματέας του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού των Ηνωμένων Εθνών (UNWTO), Ζουράμπ Πολολικασβίλι, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «το κόστος των περιορισμών στα ταξίδια που επιβλήθηκαν ως απάντηση στην πανδημία COVID-19 είναι ορατό για όλους».

«Η ξαφνική και ταχεία πτώση των τουριστικών αφίξεων το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου κόστισε περίπου 320 δισ. δολάρια, πλήγμα τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνο που υπέστη ο τουρισμός εξαιτίας της κρίσης του 2007-2009.

Το άνοιγμα των συνόρων στον τουρισμό είναι μια ανακούφιση για εκείνους που εξαρτώνται από την τουριστική βιομηχανία, ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί, ιδίως ενόψει των πρόσφατων ανακοινώσεων και των μέτρων που απέχουν όλο και περισσότερο από τον διεθνή συντονισμό που ζητά ο UNWTO από τότε που ξέσπασε η πανδημία.

Σε αυτές τις αβέβαιες στιγμές, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χρειάζονται ισχυρά, σαφή και συνεπή μηνύματα. Αυτό που δεν χρειάζονται είναι κινήσεις πολιτικής που αγνοούν το γεγονός ότι μόνο μαζί είμαστε ισχυρότεροι και ικανοί να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε», επισημαίνει στην επιστολή του ο επικεφαλής του UNWTO.

Και συνεχίζει: «Εκείνοι που βρίσκονται σε θέσεις αιχμής και ασκούν μεγάλη επιρροή, έχουν αναγνωρίσει τη σημασία του τουρισμού τόσο σε επίπεδο απασχόλησης και οικονομίας, όσο και σε επίπεδο ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης. Αυτό είναι μόνο το πρώτο βήμα. Τώρα, πρέπει να κάνουν ό, τι μπορούν για να κάνουν τους ανθρώπους να ταξιδεύουν ξανά και να εφαρμόζουν όλα τα πρωτόκολλα που αποτελούν μέρος της νέας πραγματικότητας.

Όπως είπε ο UNWTO από την αρχή αυτής της κρίσης, οι κυβερνήσεις έχουν καθήκον να βάλουν σε προτεραιότητα την υγεία των πολιτών τους. Ωστόσο, έχουν επίσης την ευθύνη να προστατεύουν τις επιχειρήσεις και τα προς το ζην. Για πολύ καιρό, και σε πάρα πολλά μέρη, η έμφαση έχει επικεντρωθεί υπερβολικά στο πρώτο. Και πληρώνουμε τώρα το τίμημα.

Δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Ως τομέας, ο τουρισμός έχει μακρά ιστορία προσαρμογής και αντιμετώπισης των προκλήσεων».

«Τις τελευταίες εβδομάδες, ο παγκόσμιος τουρισμός έδειξε τον δρόμο για την εξεύρεση και εφαρμογή λύσεων που θα μας βοηθήσουν να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα, εν αναμονή ενός εμβολίου που θα μπορούσε να καθυστερήσει πολλούς μήνες. Οι γρήγορες αλλά αυστηρές δοκιμές σε λιμάνια και αεροδρόμια και οι εφαρμογές ανίχνευσης και παρακολούθησης έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν στην ασφαλή επανεκκίνηση του τουρισμού, όλα βασίζονται στην καμπύλη μάθησης της συμπεριφοράς ατόμων και κοινωνιών κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων τελευταίων μηνών.

Αυτές οι λύσεις πρέπει να εφαρμοστούν πλήρως, όχι μόνο να εξεταστούν προσεκτικά. Η καθυστέρηση θα είναι μια καταστροφή και ο κίνδυνος να αναιρεθεί όλη η πρόοδος που έχουμε σημειώσει για να καθιερώσουμε τον τουρισμό ως πραγματικό πυλώνα της αειφόρου και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.

Επιπλέον, τα πιο ευάλωτα μέλη των κοινωνιών μας θα είναι εκείνα που θα πληγούν περισσότερο, καθώς αυτά που προστατεύονται περισσότερο από τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της στασιμότητας του τουρισμού παροτρύνουν τη συνέχιση της προσοχής.

Οι βραχυπρόθεσμες μονομερείς ενέργειες θα έχουν καταστροφικές συνέπειες μακροπρόθεσμα. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι έχουν μάθει πώς να συμπεριφέρονται με υπεύθυνο τρόπο. Οι επιχειρήσεις και οι υπηρεσίες έχουν θέσει σε εφαρμογή πρωτόκολλα και προσαρμόζουν τη λειτουργία τους. Τώρα ήρθε η ώρα για εκείνους που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις να κλείσουν τα κενά, έτσι ώστε όλοι να προχωρήσουμε μαζί», καταλήγει ο Ζουράμπ Πολολικασβίλι.