Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, παρουσίασε σε ειδική συνέντευξη τύπου την έκδοση «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2022», καθώς και τα βασικά συμπεράσματα της ειδικής μελέτης «Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία».
Όπως κάθε χρονιά, στην ετήσια έκθεση «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2022» παρουσιάζονται τα κυριότερα στοιχεία και δεδομένα για τον κλάδο, οι εξελίξεις και οι σχετικές τάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, στον χώρο του φαρμάκου αλλά και του ευρύτερου οικοσυστήματος της υγείας γενικότερα.
Η έκθεση του 2022, αποτυπώνει τις αβεβαιότητες που δημιουργήθηκαν στο εθνικό, αλλά και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τα τελευταία έτη, τόσο από την πανδημία που προκάλεσε σημαντική ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας όσο και από την ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από την ουκρανική κρίση.
Οι δημογραφικές εξελίξεις και σχετικές προκλήσεις που απορρέουν από αυτές θα καθορίσουν τη στρατηγική και τις πολιτικές χρηματοδότησης των δαπανών υγείας και φαρμάκου τα επόμενα χρόνια.
Αναλυτικά, το υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, αν και μειωμένο κατά 1,5 χρόνο σε σχέση με το 2020 λόγω της πανδημίας (80,2 έτη στην Ελλάδα το 2021, 80,1 στην ΕΕ27), η αύξηση των θανάτων έναντι των γεννήσεων κατά 64.3 χιλιάδες άτομα (2022) -το μεγαλύτερο των τελευταίων χρόνων- και η αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών) από 22,9% του συνολικού πληθυσμού το 2022 στο 33,5% το 2060, αναμένεται να αυξήσουν τις δαπάνες υγείας και φαρμάκου.
Επιπλέον, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω με χρόνιο πρόβλημα υγείας βαίνει αυξανόμενο από το 2018 μέχρι και το 2022, αγγίζοντας το 24,9%. Το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών με πολλαπλές χρόνιες παθήσεις στην Ελλάδα είναι στο 40%, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (36%).
Η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο ανήλθε στα €2,6 δισεκ. το 2021, διατηρώντας τα ίδια επίπεδα με την περασμένη χρονιά, ενώ αναμένεται οριακή αύξηση της δημόσιας χρημτοδότηδης στα €2,7 δισεκ. για το 2022.
Αντίθετα το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών που κλήθηκε να καταβάλει η φαρμακοβιομηχανία το 2021 ανήλθε στα €2,4δις, έναντι €2,0 δις το 2020. Παράλληλα, και η συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα καταγράφει αύξηση, η οποία εκτιμάται ότι για το 2022 θα ανέλθει στα €689εκ. Σύμφωνα με υπολογισμούς, για το 2022 και για πρώτη φορά στα χρονικά εκτιμάται ότι το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηαχανίας θα ξεπεράσει τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο.
Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι η φαρμακοβιομηχανία, αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη σημασία για το σύστημα υγείας, τους ασθενείς και την ελληνική οικονομία.
Συγκεκριμένα, ο κλάδος δαπανά για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) το 8% της συνολικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2020), ενώ την περίοδο 2002-2022 διενεργήθηκαν 3.830 κλινικές (2.250 ολοκληρωμένες) μελέτες ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου. Επιπρόσθετα, για το 2022 η εγχώρια παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία (ex-factory) ανήλθε στα €1,9 δισεκ., ενώ με προστιθέμενη αξία στα €1,5 δισεκ. (6,4% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).
Οι απασχολούμενοι στον κλάδο φαρμακευτικών προϊόντων (παραγωγή και εμπορία) ήταν 28,9 χιλ. άτομα το 2021. Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2022 σε €2,6 δισεκ. και αντιστοιχούν στο 4,7% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2022 με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ην. Βασίλειο.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,2 δισεκ. (3,4% του ΑΕΠ) το 2021.
Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά €2,3 στην ελληνική οικονομία. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 108 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 2,8% της συνολικής απασχόλησης).
Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €1,7 δισεκ.
Στον χαιρετισμό του ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, σημείωσε:
«Ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα. Ο εξορθολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, η βελτίωση της απόδοσης των επενδύσεων, η μείωση των καθυστερήσεων στην είσοδο νέων φαρμάκων στη χώρα και η ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας πρέπει να αποτελούν άμεσες προτεραιότητες της Κυβέρνησης. Ο κλάδος μας διαχρονικά στηρίζει το Σύστημα Υγείας και του ασθενείς. Σε περιόδους δύσκολες, σταθήκαμε συνοδοιπόρος της Πολιτείας διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακά τους και έτσι θα συνεχίσουμε. Χρειάζεται, ωστόσο, η διαμόρφωσή μιας βιώσιμης εθνικής φαρμακευτική πολιτικής, με επίκεντρο τον ασθενή, τη Δημόσια Υγεία και την απασχόληση.».
Ο αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ, Επιστημονικός Σύμβουλος ΙΟΒΕ, κ. Άγγελος Τσακανίκας σημείωσε πως:
«Ο κλάδος του φαρμάκου αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους κλάδους στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη βαρύτητα σε οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς όρους. Οι προοπτικές του είναι υποσχόμενες σε ένα διεθνές περιβάλλον που αναζητά πλέον νέες παραγωγικές μονάδες στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας είναι μια ευκαιρία για τη εγχώρια παραγωγή και επομένως η απελευθέρωση περισσότερων επενδυτικών πόρων και κεφαλαίων είναι βασική προϋπόθεση για την αξιοποίησή της».
Σε παρέμβασή του ο Πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, κ. Νίκος Δέδες ανέφερε:
«Η υπέρμετρη συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη και η ανάγκη διασφάλισης της πρόσβασης στην καινοτομία καθιστούν επιτακτικό το συνολικό σχεδιασμό μιας νέας φαρμακευτικής πολιτικής για την οποία η Ένωση Ασθενών Ελλάδας έχει συγκεκριμένες προτάσεις με βασική την Ανάπτυξη, τελειοποίηση και αυστηρή εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων.