Η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (IATA) προχώρησε σε υποβάθμιση της πρόβλεψης για τα κέρδη του 2019 για τον παγκόσμιο κλάδο των αερομεταφορών, εξαιτίας της αύξησης των τιμών των καυσίμων και της σημαντικής εξασθένησης του παγκόσμιου εμπορίου.

Σύμφωνα με την εκτίμηση της ΙΑΤΑ, τα κέρδη θα ανέλθουν σε 28 δισεκατομμύρια δολάρια, από 35,5 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν η αντίστοιχη πρόβλεψη για τον Δεκέμβριο του 2018.

Επίσης, θα υπάρχει μείωση των μετα-φορολογητέων κερδών στα 30 δισεκατομμύρια για το 2018.

Παράλληλα για το 2019, το συνολικό κόστος των αεροπορικών μεταφορών αναμένεται να αυξηθεί κατά 7,4%, υπερβαίνοντας την αύξηση των εσόδων (+6,5%).

Ως αποτέλεσμα, τα καθαρά περιθώρια κέρδους θα μειωθούν στο 3,2% για το 2019, από 3,7% το 2018 και τα κέρδη ανα επιβάτη θα μειωθούν από 6,85 δολάρια σε 6,12 δολάρια για φέτος.

« Αυτό το έτος θα είναι η δέκατη συνεχόμενη χρονιά «πιέσεων» για την αεροπορική βιομηχανία. Τα περιθώρια συμπιέζονται από την άνοδο του κόστους σε όλους τους τομείς – συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, των καυσίμων και της υποδομής. Ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών διατηρεί τις αποδόσεις από την άνοδο. Η αποδυνάμωση του παγκόσμιου εμπορίου είναι πιθανό να συνεχιστεί, καθώς ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας εντείνεται.

Αυτό επηρεάζει κυρίως τις εμπορευματικές αερομεταφορές, αλλά και την επιβατική κίνηση. Οι αεροπορικές εταιρείες θα εξακολουθήσουν να αποκομίζουν κέρδη φέτος, αλλά δεν υπάρχει πια εύκολο χρήμα», δήλωσε ο Alexandre de Juniac, Γενικός Διευθυντής και Διευθύνων Σύμβουλος της IATA.

Το 2019, η απόδοση του επενδεδυμένου κεφαλαίου από τις αεροπορικές εταιρείες αναμένεται να είναι 7,4% (από 7,9% το 2018), το οποίο ξεπερνά το μέσο κόστος κεφαλαίου, το οποίο εκτιμάται γύρω στο 7,3%.

Επίσης, παραμένει το χάσμα στην κερδοφορία μεταξύ των επιδόσεων των αεροπορικών εταιρειών στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία-Ειρηνικό και των επιδόσεων στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή.

Οι ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες αναμένεται να αποδώσουν καθαρό κέρδος 8,1 δισ. δολαρίων (από 9,4 δισ. δολάρια το 2018).