Σύνταξη: tourismtoday.gr
Ο δήμος Άμστερνταμ απαιτεί σθεναρά να μειωθεί ο αριθμός των κινήσεων πτήσεων στο αεροδρόμιο Schiphol από 500.000 σε 440.000 ετησίως.
Αυτό ισοδυναμεί με μείωση 12%, η οποία ουσιαστικά αντιστοιχεί στην πρόταση του απερχόμενου υπουργικού συμβουλίου, που απορρίφθηκε από τα δικαστήρια επειδή δεν ακολουθούσε τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Το υπουργικό συμβούλιο ήθελε να μειώσει τον αριθμό των πτήσεων για να αντιμετωπιστούν επιτέλους τα παράπονα των κατοίκων της περιοχής για θόρυβο.
Οι ευρωπαϊκοί κανόνες αναφέρουν ότι πρέπει να ακολουθείται μια ισορροπημένη προσέγγιση όταν γίνονται τέτοιες περικοπές για την αντιμετώπιση των καταγγελιών για θόρυβο, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδελεχούς έρευνας για άλλες πιθανές λύσεις.
Το ολλανδικό κράτος, εκπροσωπούμενο από το υπουργείο Οικονομικών, κατέχει το 70% των μετοχών του Royal Schiphol Group, της μητρικής εταιρείας του αεροδρομίου.
Το Άμστερνταμ κατέχει το 20%, ο όμιλος διαχειριστών αεροδρομίου ADP το 8% και το υπόλοιπο 2% ανήκει στο δήμο του Ρότερνταμ.
«Ακτιβιστής μέτοχος» ο δήμος του Άμστερνταμ
Ο Hester van Buren, δημοτικός σύμβουλος αρμόδιος για την πολιτική αεροδρομίων, δήλωσε χαρακτηριστικά πως «από τώρα και στο εξής, θα είμαστε ένας ακτιβιστής μέτοχος».
Με τα δεξιά πολιτικά κόμματα να τσακώνονται επί του παρόντος στη Χάγη για να δουν αν μπορούν να συμφωνήσουν σε αρκετές πολιτικές πρωτοβουλίες για να σχηματίσουν μια νέα κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού, ο Hester van Buren δήλωσε ότι η πρωτεύουσα δεν θα «σφραγίζει» πλέον απλώς την πολιτική του υπουργικού συμβουλίου.
Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις σημαντικές, αλλά μειοψηφικές ψήφους μετόχων για να μπλοκάρει τις προτάσεις του υπουργικού συμβουλίου που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κατοίκων του Άμστερνταμ.
Όπως υπογράμμισε ο Hester van Buren «δεν θα λέμε πλέον, “αυτό δεν εξαρτάται από εμάς” ή “έχουμε μόνο το 20%”.
Είμαστε πλέον υπέρ της μείωσης του προσωπικού, του νυχτερινού κλεισίματος και της απαγόρευσης των ιδιωτικών τζετ. Αν αυτό δεν εισακουστεί, θα το καταστήσουμε σαφές ως δήμος και ως μέτοχος».
Η πρόταση του Schiphol
Από την πλευρά του ο Ruud Sondag, διευθύνων σύμβουλος του Schiphol, είχε ήδη κάνει μια παρόμοια πρόταση τον Απρίλιο, την οποία ήθελε να εφαρμόσει το επόμενο έτος.
Αυτή θα έθετε απαγόρευση των νυχτερινών εμπορικών επιβατικών και εμπορευματικών πτήσεων, εμποδίζοντάς τες να αναχωρούν μεταξύ μεσάνυχτα και 6 π.μ. και να προσγειώνονται μεταξύ μεσάνυχτα και 5 π.μ., με κάποιες εξαιρέσεις για λόγους ασφαλείας και έκτακτης ανάγκης. Μόνο αυτή η απόφαση θα περικόψει περίπου 10.000 πτήσεις ετησίως.
Είπε επίσης ότι ο αερολιμένας θα μπορούσε να μειώσει άλλες 17.000 πτήσεις ετησίως με την κατάργηση των περισσότερων ιδιωτικών επιβατικών πτήσεων. Συνδυαστικά, αυτό θα μείωνε τις πτήσεις σε 473.000 ετησίως.
Ο Ruud Sondag θέλει να αντιμετωπίσει περαιτέρω τα ζητήματα θορύβου εφαρμόζοντας σταδιακά την απαγόρευση χρήσης του αεροδρομίου από τα δυνατά, ξεπερασμένα αεροσκάφη, όπως το Boeing 747-400, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον συχνότερα για πτήσεις φορτίου στο Schiphol.
Ωστόσο, ο Hester van Buren θέλει να γίνουν ακόμη περισσότερα για την καταπολέμηση της ηχορύπανσης και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μειώνοντας άλλες 33.000 πτήσεις ετησίως.
Επικαλέστηκε στοιχεία που δείχνουν ότι 141.000 κάτοικοι παραπονέθηκαν για τον θόρυβο των αεροσκαφών του Schiphol το 2019 και 17.000 άνθρωποι γύρω από το αεροδρόμιο υποφέρουν από διαταραχές του ύπνου.
Πιστεύει ότι ακόμη και με μειοψηφικό ποσοστό, η πόλη μπορεί να πείσει τους εθνικούς και Ευρωπαίους πολιτικούς να λάβουν περισσότερα μέτρα.
Πρώτα οι κάτοικοι του Άμστερνταμ και όχι οι εταιρείες
Ο δήμος του Άμστερνταμ δεν ασχολήθηκε έντονα με τα σχέδια εκσυγχρονισμού που εφαρμόζονται στην KLM, τη μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία στο Schiphol που επενδύει σε αεροσκάφη που είναι σημαντικά πιο αθόρυβα και πιο αποδοτικά σε καύσιμα.
Σύμφωνα με τον αρμόδιο του δήμου για την πολιτική αεροδρομίων στο Άμστερνταμ, «η οικονομία ήταν πάντα η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα μας, αλλά δεν είναι πιο σημαντική η βιωσιμότητα, ο ύπνος, οι εκπομπές και οι συνθήκες εργασίας;
Κάνουμε την αλλαγή βάζοντας πρώτα το περιβάλλον διαβίωσης, τους κατοίκους της περιοχής και όχι τις εταιρείες».