
Η αδυναμία συγκράτησης της διασποράς του Covid-19 και η παρατεταμένη εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών μέτρων, κράτησαν τα σύνορα κλειστά και τους τουρίστες μακριά από το εξωτικό Μπαλί, οι οποίοι αποτελούν κύριο τροφοδότη της τουριστικής βιομηχανίας του νησιού.
Τέλη Ιουλίου 2020, οι Αρχές επιχείρησαν διστακτικά να ανοίξουν τις παραλίες, τους ναούς και κάποια τουριστικά αξιοθέατα -στους Ινδονήσιους και μόνον επισκέπτες- σχεδιάζοντας να δεχθούν ξανά τουρίστες από το εξωτερικό, από τις 11 Σεπτεμβρίου 2020.
Αυτό δεν κατέστη εφικτό, αφού καταγράφηκε κάθετη αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις επιστημόνων “το Μπαλί δεν θα δεχθεί τουρίστες πριν από το τέλος του 2020″.
Από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο, που οι αρχές πειραματίζονταν με αλλεπάλληλα υγειονομικά πρωτόκολλα και ανοιγοκλειόμενα σύνορα, στο Μπαλί, με απλούς όρους τουριστικής οικονομίας, η πληρότητα των ξενοδοχείων παρέμεινε καθηλωμένη σε επίπεδα κάτω του 10%. Ενώ, τα ποσοστά πληρότητας σε ολόκληρη την Ινδονησία δεν ξεπέρασαν το 20-25%.
Οκτώ μήνες μετά την παρατεταμένη “νωθρότητα” στην τουριστική κίνηση της περιοχής, δεν είναι λίγα τα ξενοδοχεία που αποφασίζουν να βάλουν οριστικά “λουκέτο” στις δραστηριότητες τους.
Όπως περιέγραψαν και οι New York Times σε εκτενές ρεπορτάζ για το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η τουριστική βιομηχανία στην περιοχή, “οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία του Μπαλί επιστρέφουν στη γεωργία και το ψάρεμα για να ταΐσουν τις οικογένειές τους. Πολλοί επέστρεψαν στις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, βοηθώντας να φυτέψουν και να συγκομίσουν καλλιέργειες. Ενώ, κάποιοι άλλοι, προτιμούν να ψαρεύουν στις ερημικές πλέον παραλίες του νησιού”.
Ο γενικός γραμματέας του Ινδονησιακού Οργανισμού Ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και Εστιατορίων, Maulana Yusran, παραδέχεται ότι τα περισσότερα ξενοδοχεία εξάντλησαν τους οικονομικούς πόρους που διέθεταν, λόγω της χαμηλής πληρότητας. «Η άφιξη των ξένων τουριστών είναι σχεδόν μηδενική, τα ξενοδοχεία απλά δεν μπορούν να διαχειριστούν πλέον τις οικονομικές απώλειες», είπε.