Η σημερινή ημέρα αποτελεί ορόσημο για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από σήμερα, 1η Δεκεμβρίου 2014, 5 χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα ισχύουν για τις πράξεις στον τομέα αυτό οι κανονικές εξουσίες της Επιτροπής και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και στους άλλους τομείς της νομοθεσίας της ΕΕ.

Αυτή είναι η αρχή μιας νέας εποχής για ολόκληρο τον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, επειδή θα αρθούν οι σημερινοί περιορισμοί στον δικαστικό έλεγχο που ασκείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως θεματοφύλακα των Συνθηκών στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να κινήσει τη διαδικασία επί παραβάσει εάν δεν εφαρμόζεται σωστά η ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία συμφωνήθηκε ομόφωνα από τα κράτη μέλη.

Ο πρώτος Αντιπρόεδρος Frans Timmermans εξήγησε τι σημαίνει αυτή η αλλαγή για τους ευρωπαίους πολίτες, καθώς και για την ποινική δικαιοσύνη και τις αστυνομικές αρχές στην ΕΕ: «Η Ευρώπη δεν είναι μόνο ενιαία αγορά και οικονομική και νομισματική ένωση· προσφέρει επίσης στους πολίτες της έναν ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Σήμερα οι πολιτικές δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων ορίζονται ως ισότιμες με τις άλλες πολιτικές της ΕΕ. Αυτό αποτελεί πρόοδο, διότι οι εν λόγω πολιτικές γίνονται πιο διαφανείς και δημοκρατικές. Στο εξής, οι δικαστικοί έλεγχοι από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εξουσίες της Επιτροπής για την επιβολή του νόμου θα ασκούνται επίσης με μέτρα αστυνομικής συνεργασίας και με πράξεις στον τομέα του ποινικού δικαίου, ενισχύοντας έτσι τα δικαιώματα των πολιτών και την ασφάλεια δικαίου.»

Μέχρι σήμερα η αστυνομική και η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις ήταν το τελευταίο υπολειπόμενο μέρος του τρίτου πυλώνα της ενωσιακής νομοθεσίας, ο οποίος κάλυπτε κάποτε ολόκληρο τον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Η μετατροπή του άρχισε με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Η πενταετής μεταβατική περίοδος έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να προετοιμάσουν λεπτομερώς αυτή την αλλαγή και να εξασφαλίσουν την ομαλή μετάβαση σε έναν νέο τρόπο νομοθέτησης και δικαστικού ελέγχου στον τομέα αυτόν.

Στις 28 Νοεμβρίου, η Επιτροπή ενέκρινε επίσης προτάσεις για την κατάργηση 24 παρωχημένων πράξεων στον ίδιο τομέα, επειδή είναι πλέον άνευ αντικειμένου ή αντικαταστάθηκαν από άλλα μέτρα. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, η Επιτροπή προτείνει να καταργηθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τα μέτρα που αναφέρονται στην πρόταση αυτή.

Ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη

Η εξασφάλιση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης είναι ο βασικός στόχος της ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το 1999, όταν άρχισε να ισχύει η Συνθήκη του Άμστερνταμ, έγιναν πολλά για τη διασφάλιση μιας ανοικτής και ασφαλούς Ευρώπης, προσηλωμένης στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και βασιζόμενης στη βούληση να υπηρετήσει τους ευρωπαίους πολίτες. Συμφωνήθηκε κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, το οποίο βελτιώνει τους κανόνες για εκείνους που χρειάζονται προστασία. Ενισχύθηκε ο χώρος Σένγκεν, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η νομοθεσία και η έμπρακτη συνεργασία παρέχουν τώρα κοινά μέσα για να βοηθήσουν στην προστασία των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών από το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα.

Ο Επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για θέματα μετανάστευσης, εσωτερικών υποθέσεων και ιθαγένειας, Δημήτρης Αβραμόπουλος, δήλωσε: «Η 1η Δεκεμβρίου σηματοδοτεί το τέλος της μεταβατικής περιόδου για τις πολιτικές ΔΕΥ και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο με επιπλέον αρμοδιότητες στους τομείς της μετανάστευσης και των εσωτερικών υποθέσεων. Το έργο της ΕΕ σε θέματα μετανάστευσης, ασύλου και ασφάλειας πρέπει να διασφαλίζει ότι η Ευρώπη αποτελεί ανοικτό χώρο ευημερίας και ασφάλειας, στον οποίο ζουν και εργάζονται όλοι οι πολίτες της. Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκλήσεις και γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Ωστόσο, υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση. Είμαι πεπεισμένος ότι αν δράσουμε από κοινού, θα επιτύχουμε.»