Της Έλενας Μπινιάρη

Στο μεταίχμιο μιας διεθνούς τουριστικής άνθισης, δεδομένου ότι γεννιούνται ή επανακάμπτουν νέοι προορισμοί, η Θεσσαλονίκη οφείλει να μην απωλέσει το τραίνο των ευκαιριών που διανοίγονται μπροστά της.

Ως επαγγελματίας στον τουριστικό κλάδο, στην πρώτη γραμμή, τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια – τα περισσότερα από αυτά στο Hyatt Regency Thessaloniki, ένα από τα ξενοδοχειακά τοπόσημα της πόλης μας – αλλά και ως μια «ανήσυχη» πολίτης που αγαπά τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ενδιαφέρομαι πραγματικά ώστε οι προοπτικές που παρουσιάζονται στη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα αυτήν την εποχή, όχι απλώς να μη χαθούν, αλλά και να αποτελέσουν παρακαταθήκη για μια ουσιαστική ανάπτυξη.

Είναι διάχυτη η αίσθηση, το τελευταίο διάστημα, πως η πόλη μας, είναι μεν στη γραμμή αφετηρίας για την επίτευξη υψηλότερων στόχων, ταυτόχρονα όμως, υπάρχει μια αβεβαιότητα για το κατά πόσο είναι έτοιμη να κάνει με σιγουριά τα επόμενα βήματα προς τη βέλτιστη τουριστική της άνθιση.

Είναι εξόχως σημαντικό πλέον να συνεργαστούν σε ένα στρατηγικό πλάνο, όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις της πόλης και της ευρύτερης περιοχής και να προσανατολιστούν στην προσέλκυση ποιοτικότερου τουρισμού σε 12μηνη βάση.

Ενδεικτικά, πέραν του city break, ο συνεδριακός τουρισμός θα μπορούσε να είναι ναυαρχίδα του τουριστικού μας προϊόντος μαζί με τα κέντρα τεχνολογίας με το επερχόμενο THESS Intec, αλλά και τη γαστρονομία – είναι η μοναδική ελληνική πόλη που εντάσσεται στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας – Creative Cities of Gastronomy της UNESCO – τις παραγωγές ταινιών (που ξεκίνησαν ελπιδοφόρα αλλά έληξαν εξίσου ξαφνικά), τον πολιτισμό γενικότερα και τη δυναμική που έχει προσδώσει τα τελευταία χρόνια το επιτυχημένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ. Αυτά κι ακόμη περισσότερα από τα παραδοσιακά κίνητρα (ήλιος, θάλασσα, ιστορία κοκ) μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικές ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε μια σύγκριση της μέσης τιμής δωματίου, βάσει έρευνας της GBR μέχρι και τον μήνα Ιούνιο και τα στοιχεία της Ενώσεων Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, διακρίνουμε την πρωτεύουσα να υπερτερεί με τιμές 364 ευρώ, στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, ενώ τη Θεσσαλονίκη μόλις στα 141 ευρώ.

Όλοι, πιστεύω, οι συνάδελφοι του κλάδου αντιλαμβανόμαστε πια πως είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός προορισμού που θα έχει καταρχάς να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη, όπως για παράδειγμα, την αύξηση των αεροπορικών συνδέσεων με αγορές εξωτερικού αλλά και την αναβάθμιση των τελωνείων εισόδου, ένα χρόνιο ζητούμενο και αντικίνητρο για την προσέλκυση των πιο ποιοτικών μεριδίων τουριστών από όσους ταξιδεύουν οδικώς.

Επιπρόσθετα βλέπουμε -μετά την έλευση του μετρό- την ανάγκη δημιουργίας απλών υποδομών που διευκολύνουν τη μετακίνηση, τη φιλική προς τον επισκέπτη σήμανση, την καθαριότητα, και την ασφάλεια που θα πρέπει να είναι σε ένα υψηλότερο επίπεδο.

Ως προς τις εθνικότητες που επισκέπτονται τον προορισμό μας, είναι ανάγκη να προσελκύσουμε και νέες αγορές που θα «ανεβάσουν» την κατά κεφαλήν δαπάνη, επιπλέον των αγορών που ήδη προτιμούν σταθερά την πόλη.

Ο υψηλός δείκτης ικανοποίησης των επισκεπτών, που πηγάζει ουσιαστικά από το ταπεραμέντο των Θεσσαλονικέων, δείχνει κι αυτός σημάδια «κόπωσης». Ο επισκέπτης σχολιάζει θετικά την ζεστή φιλοξενία και το χαμόγελο αλλά «ταλαιπωρείται» από «ασθένειες» που προαναφέρθηκαν.

Τέλος, ο στοχοπροσανατολισμός μας για ένα πιο οργανωμένο και κοινά αποδεκτό στρατηγικό πλάνο – από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, θα βοηθήσει να ατενίσουμε επιτέλους το μέλλον με αισιοδοξία και να μην χαθεί για τη Θεσσαλονίκη μας το momentum που θα τη φέρει υψηλότερα στη λίστα με τους πιο υγιώς ανά τον κόσμο αναπτυσσόμενους προορισμούς.

 

Η κα Έλενα Μπινιάρη είναι Γενική Διευθύντρια του Hyatt Regency Thessaloniki