Η Ένωση Ξενοδόχων Μεσσηνίας, καλωσορίζει την πρωτοβουλία της Υπουργού Τουρισμού, για την πραγματοποίηση της τηλεδιάσκεψης με παράγοντες της τουριστικής αγοράς.

Με υπόμνημά αποτυπώνει τις θέσεις της για τα προβλήματα του κλάδου που απασχολούν και παραμένουν ανεπίλυτα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πολύ περισσότερο που, λόγω της μακρόχρονης ενασχόλησής της με τον τομέα, έχει σαφή γνώση των γενικότερων θεμάτων που έχουν ανακύψει λόγω του πολυπαραγοντικού επηρεασμού του Τουρισμού από τις τελευταίες γεωπολιτικές, ενεργειακές, οικονομικές και πληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται διεθνώς με καταλυτικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η τουριστική Ελλάδα, στο σύνολό της, δεν αντιμετωπίζει με την ίδια ένταση τις επιπτώσεις των παραπάνω προβλημάτων, όπως η Μεσσηνία και γενικότερα η Πελοπόννησος, που στηρίζονται περισσότερο στη μονοκαλλιέργεια του εγχώριου τουρισμού, λόγω έλλειψης αναλόγου ενδιαφέροντος από την Πολιτεία για αναγκαίες προσαρμογές και της υστέρησης των έργων υποδομής (αεροδρόμιο Καλαμάτας και οδικούς άξονες) που θα μπορούσαν να αλλάξουν άρδην το τουριστικό τοπίο.

Η φετινή τουριστική χρονιά δεν ανταποκρίνεται στις ευοίωνες προβλέψεις που είχαν καλλιεργηθεί στην αρχή του έτους, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων τη στιγμή που έρχονται επί πλέον επιβαρύνσεις από την αύξηση των λειτουργικών εξόδων, την ανεξέλεγκτη αύξηση του κόστους των προμηθειών της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά Ταμεία και τις Τράπεζες.

Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, εμείς οι ξενοδόχοι της Μεσσηνίας και όλοι οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες της Πελοποννήσου γενικότερα, νοιώθουμε ότι όχι μόνο εκλείπουν οι πρωτοβουλίες για αναπτυξιακά έργα που θα έπρεπε να μας οδηγήσουν στο μέλλον, αλλά δεχόμαστε και το πλήγμα από παράλληλες προς τον κλάδο της φιλοξενίας δραστηριότητες, όπως είναι τα καταλύματα τύπου airbnb, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εξελιχθεί σε παρασιτική δραστηριότητα για την περιοχή μας, λόγω του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα τους. Πρόκειται για μια μάστιγα για την οποία πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά ελάχιστα – έως καθόλου- έχουν γίνει. Εμείς από την πλευρά μας είμαστε υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να διατηρούμε ανοιχτές τις επιχειρήσεις μας, να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και τις λοιπές υποχρεώσεις μας, να διατηρούμε το προσωπικό μας με μισθούς που πρέπει να διασφαλίζουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και, εν τέλει, να τρέχουμε πίσω από τα προβλήματα προσπαθώντας να τα λύσουμε εκ των ενόντων με ελάχιστο ή ανύπαρκτο κέρδος.

Η σημερινή συνεπώς συμμετοχή μας στο διάλογο που ζήτησε η κυρία Υπουργός, υποδηλώνει την πρόθεσή μας να υπενθυμίσουμε στην Πολιτεία ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος, στη μικρομεσαία του μορφή, παραμένει ανυπεράσπιστος, ανοχύρωτος και εκτεθειμένος στη δίνη των προβλημάτων. Υφίσταται ανυπέρβλητες πιέσεις από την οικονομική συγκυρία, νοιώθει την εγκατάλειψη από όσους έχουν υποχρέωση να τον θωρακίσουν έναντι ανταγωνιστών που κινούνται “υπογείως” υποσκάπτοντας το μέλλον των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και, γενικά, έχει αφεθεί στη μοίρα του στο πλαίσιο της νοοτροπίας “πάμε και όπου βγεί”.

Καιρός είναι λοιπόν, αντί να επαναπαυόμαστε σε πλασματικές πληρότητες που εξυπηρετούν μόνο επικοινωνιακούς και όχι οικονομικούς στόχους, να δούμε τον κλάδο του Τουρισμού στις πραγματικές του διαστάσεις. Η Ελλάδα ζεί από τον τουρισμό, αλλά ο τουρισμός δεν ζει το «μύθο» του στην Ελλάδα.