Βελτιωτικές διατάξεις για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στον ν. 4399/2016 εισάγει το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας για το υπαίθριο εμπόριο και τα επιμελητήρια. Πότε η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιστρέφει παρακρατηθέντα κεφάλαια στις εταιρείες.
Ευνοϊκότερος καθίσταται ο νέος αναπτυξιακός νόμος (ν. 4399/2016) για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και όσες δραστηριοποιούνται σε ορεινές και παραμεθόριες περιοχές.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις των μειονεκτικών περιοχών προβλέπεται ότι το υπόλοιπο της επιχορήγησης θα καταβάλλεται άπαξ με την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου. Θετικές ρυθμίσεις επέρχονται και για τις επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί στους προηγούμενους νόμους, ενώ παρέχεται και η δυνατότητα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού να επιστρέφει παρακρατηθέντα ποσά στις εταιρείες, λόγω μη αύξησης του μετοχικού τους κεφαλαίου.
Ειδικότερα, με ειδική διάταξη στο νομοσχέδιο «Άσκηση Υπαίθριων Εμπορικών Δραστηριοτήτων, Εκσυγχρονισμός της Επιμελητηριακής Νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (άρθρο 106), προβλέπεται ότι επιχειρήσεις των οποίων οι εξαγωγές καταλαμβάνουν περισσότερο από το 85% του κύκλου εργασιών τους θεωρούνται κατά τεκμήριο εξωστρεφείς, έτσι ώστε να μην υποχρεούνται να τεκμηριώσουν αύξηση της εξωστρέφειάς τους, ήτοι του λόγου αξίας των εξαγωγών προς τον κύκλο εργασιών τους, προκειμένου να ενταχθούν στις ειδικές κατηγορίες αυξημένων ενισχύσεων που παρέχει το άρθρο 12 του αναπτυξιακού νόμου 4399/2016 (Α’ 117).
Με το ίδιο άρθρο του νομοσχεδίου, τροποποιούνται επί το ευνοϊκότερο για τους επενδυτές ρυθμίσεις του άρθρου 77 του ν. 4399/2016 (Α’ 117) σχετικά με την τμηματική καταβολή επιχορήγησης επενδυτικών σχεδίων υπαχθέντων στους ν. 3299/2004 και 3908/2011.
Συγκεκριμένα:
(α) αυξάνεται δραστικά από 20.000 σε 300.000 ευρώ το υπολειπόμενο ποσό ενίσχυσης ή τελευταίας δόσης που καταβάλλεται άπαξ ή προστιθέμενο στην προηγούμενη δόση,
(β) δίνεται η δυνατότητα, με απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, να συγχωνεύονται οι δόσεις που καταβάλλονται με την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου (ήτοι από την 3η μέχρι και την 7η δόση),
(γ) ορίζεται ότι καταβάλλεται πλέον άπαξ μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης το σύνολο του υπολειπόμενου ποσού της επιχορήγησης για επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται σε ορεινές, παραμεθόριες, νησιωτικές περιοχές και περιοχές που παρουσιάζουν πληθυσμιακή μείωση, σε περιοχές με ιδιαίτερα αυξημένες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, καθώς και σε περιοχές που τεκμηριωμένα έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές.
Μία σημαντική διευκόλυνση του νέου πλαισίου είναι η παροχή της δυνατότητας σε επενδυτικά σχέδια των ν. 3299/2004 (Α΄ 261) και ν. 3908/2011 (Α’ 8) (σ.σ. παλαιοί αναπτυξιακοί νόμοι) τα οποία βάσει των προβλέψεων του συναφούς θεσμικού πλαισίου έκαναν χρήση της δυνατότητας εκχώρησης του ποσού της επιχορήγησης σε τράπεζες για την παροχή βραχυπρόθεσμου δανεισμού, με σκοπό την υλοποίηση της επένδυσης, να μετατρέπουν τον βραχυπρόθεσμο αυτόν δανεισμό σε μακροπρόθεσμο δάνειο.
Με το ίδιο νομοσχέδιο, και συγκεκριμένα με το άρθρο 105, παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού να αποδίδει στους δικαιούχους αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, ιδίως στις περιπτώσεις που η αρχικά προϋπολογισθείσα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκε ή η εν λόγω αύξηση καλύφθηκε μόνο εν μέρει.
Η ρύθμιση αυτή είναι επιβεβλημένη, διότι, αν δεν καταστεί εφικτό να καλυφθεί το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου, για το οποίο έχει προκαταβληθεί από τις υπόχρεες ανώνυμες εταιρίες το τέλος του 1‰ του άρθρου 17 του 3959/2011, παραμένει στα χέρια της Επιτροπής Ανταγωνισμού αχρεωστήτως το ποσό εκείνο του τέλους που αντιστοιχεί στο ποσό της αύξησης του κεφαλαίου που δεν καλύφθηκε ή στο ιδρυτικό κεφάλαιο που δεν καταβλήθηκε ή το υπερβάλλον ποσό του τέλους που από τυχόν λάθος υπολογισμούς καλύφθηκε.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επιχείρηση, για να δικαιωθεί, πρέπει να κινηθεί δικαστικά, καθώς το Ελεγκτικό Συνέδριο, λόγω νομοθετικού κενού, δεν εγκρίνει τα σχετικά χρηματικά εντάλματα (βλ. π.χ. την υπ’ αριθ. 223/2015 πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών).
Αυτό το νομοθετικό κενό επιδιώκει να καλύψει η προτεινόμενη ρύθμιση, καθώς ο εξαναγκασμός των επιχειρήσεων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη προσκρούει στις αρχές της χρηστής διοίκησης και εντέλει αποβαίνει σε βάρος και της ίδιας της Επιτροπής, αφού η εκκίνηση δικαστικής διαδικασίας σε βάρος της την επιβαρύνει με διαχειριστικό κόστος χειρισμού της υπόθεσης (αποστολή απόψεων) και ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, καθώς και με τη δικαστική δαπάνη της ενδιαφερόμενης εταιρίας.