του Χάρη Ντιγριντάκη
Σε σηματωρό επιβίωσης και σταθερής ανάκαμψης απέναντι στις αβελτηρίες της πολιτείας, έχει αναδειχθεί ο κλάδος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.

Παρά τα συνεχή κτυπήματα κάτω από τη ζώνη, διευρύνει τα μεγέθη του. Ήδη ο τζίρος της εξωνοσοκομειακής δαπάνης για το α΄ εξάμηνο του 2018 κινείται ανοδικά σε ποσοστό 3,8% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2017 αγγίζοντας το 1,5 δις. ευρώ περίπου. Πρόκειται για οριασκή ανέλιξη των μεγεθών η οποία αποδίδεται από γνώστες της αγοράς στις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού.

Υπογραμμίζεται ότι η αξία των παραγόμενων φαρμάκων στην Ελλάδα ανέρχεται στο 1 δις ευρώ περίπου και επίσης στο ίδιο ποσό ανέρχεται η αξία των εξαγωγών φαρμάκων σε 100 χώρες.

Πλέον, το φάρμακο αποτελεί το τρίτο εξαγώγιμο προϊόν της Ελληνικής Οικονομίας, έχοντας διευρύνει τα τρία τελευταία χρόνια την εξαγωγική δραστηριότητα κατά 10% την τελευταία τριετία.
Ακτινογραφώντας κάποιος την αγορά του φαρμάκου διαπιστώνει ότι το ακριβό κόστος χρήματος και η υψηλή φορολόγηση απειλεί τη βιωσιμότητα του κλάδου, ειδικά τις ελληνικές επιχειρήσεις που εξαρτώνται από το Κράτος για τη χρηματοδότησή τους και τη ρευστότητά τους.

Ταυτόχρονα οι διεθνείς εταιρίες αποθαρρύνονται σημαντικά να επενδύσουν περαιτέρω, λόγω κυρίως των υπέρογκων ποσών που υποχρεώνονται να καταβάλλουν σε επιστροφές κι εκπτώσεις (clawback & rebates), της υψηλής φορολογίας γενικότερα κοκ, αλλά και της μη προβλεψιμότητας του περιβάλλοντος. Αυτές οι πιέσεις καταστούν την Ελλάδα μη ελκυστική στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

Είναι κοινός τόπος ότι τα υπέρογκα ποσά σε clawback και rebate που ζητούνται από την πολιτεία ψαλιδίζουν και τις επενδύσεις σε έρευνα και κλινικές μελέτες. Άλλωστε το ποσοστό που συνεισφέρουν στην Ελλάδα οι φαρμακευτικές εταιρίες στη φαρμακευτική δαπάνη μέσω clawback & rebates είναι 3 φορές πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Παράλληλα οι προοπτικές ανάπτυξης νέων φαρμάκων υπό τις παρούσες συνθήκες κρίνονται ως αποτρεπτικές. Σημειώνεται, επίσης ότι, σύμφωνα με τη φαρμακοβιομηχανία, τα μέτρα που αφορούν στην είσοδο ενός νέου φαρμάκου στην ελληνική αγορά, όπως το rebate 25% για ένα νέο φάρμακο, αποτρέπουν ή καθυστερούν την εισαγωγή νέων φαρμάκων.

Η Ελλάδα σήμερα διαθέτει περισσότερες από 150 εταιρίες και 28 εργοστάσια, απασχολώντας περισσότερες από 26.000 άμεσες και 86.000 έμμεσες θέσεις εργασίας, με το 64% να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όταν στο σύνολο της οικονομίας είναι 22,7%.

Είμαστε η τρίτη εξαγωγική δύναμη της πατρίδας μας, εξάγοντας σε 141 χώρες, με επίδραση που αγγίζει τα €6 δις συνεισφέροντας κατά 3,5% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας.

Η αγορά

Ο τομέας του Φαρμάκου υπέστη μία χωρίς προηγούμενο συρρίκνωση στα δύσκολα χρόνια που πέρασαν. Το κράτος διαθέτει συνολικά (σε ΕΟΠΥΥ και νοσοκομεία) μόνο €2,5 δις μέσω κλειστού προϋπολογισμού που προσδιορίστηκε αυθαίρετα και μη λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών.

Η φαρμακευτική δαπάνη έχει μειωθεί κατά 60% σε σχέση με το 2009 – όταν ο αριθμός των νοσηλευόμενων ασθενών έχει αυξηθεί κατά 31%. Την ώρα που οι ανάγκες των ασθενών, (συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων, προσφύγων και μεταναστών), αυξάνονται ραγδαία.

Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη κατά κεφαλή στη χώρα μας είναι 181 ευρώ, ενώ στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου είναι 242 ευρώ και στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών είναι 292 ευρώ.
Επισημαίνεται ότι οι πολιτικές υγείας που ακολουθήθηκαν ως σήμερα για τον εξορθολογισμό των δαπανών εστιάστηκαν ως επί το πλείστον στο φάρμακο, το οποίο αφορά μόνο στο 15% των συνολικών δαπανών υγείας, μην αγγίζοντας το υπόλοιπο 85%.

Η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα, που έχει οριστεί τα τελευταία 3 χρόνια στα 1,945 δις ευρώ και η νοσοκομειακή στα 530 εκατ. ευρώ, δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό μάλιστα έχει διαπιστωθεί και από την ίδια την πολιτική ηγεσία.

Ωστόσο, η δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης τα τελευταία χρόνια δεν επηρέασε την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες αυτές, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών έχουν απορροφήσει τη μείωση της δαπάνης, δηλαδή την όποια υπέρβασή της την πληρώνει ως υποχρεωτική επιστροφή ο φαρμακευτικός κλάδος (clawback).

Στην Ελλάδα δυστυχώς η επένδυση σε Κλινική Έρευνα δεν ξεπερνά τα 50 εκατ. ευρώ ετησίως, όταν στο Βέλγιο (μια χώρα με αντίστοιχο πληθυσμό με την Ελλάδα) οι εταιρίες επενδύουν 2δις ευρώ, στην Πολωνία 274εκατ. ευρώ, στην Αυστρία €650 εκατ. ευρώ. Υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα στην Έρευνα και Ανάπτυξη νέων καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων καταλαμβάνει μία από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη.

Επενδύσεις σε έρευνα και κλινικές μελέτες – μια χαμένη ευκαιρία

Οι φαρμακευτικές εταιρίες διεθνώς επενδύουν τεράστια κεφάλαια (επανεπενδύουν σημαντικό ποσοστό των κερδών τους) σε έρευνα και ανάπτυξη, περισσότερο από κάθε κλάδο. Ενδεικτικά οι φαρμακευτικές διαθέτουν το 15% των πωλήσεών τους σε έρευνα και ανάπτυξη, έναντι ποσοστού 10,6% των εταιριών software, 8,4% των εταιριών hardware, και 5,9% του κλάδου αυτοκινήτου.

Ενώ με βάση τα επίσημα στοιχεία οι συνολικές επενδύσεις R&D στην Ευρώπη αγγίζουν ετησίως τα 34 δισ. Ευρώ, στην Ελλάδα οι επενδύσεις σε R&D είναι μόνο 42 εκατ. ευρώ (2017).

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την αποεπένδυση που συντελείται στη χώρα λόγω του ανεξέλεγκτου clawback, της γραφειοκρατίας και της έλλειψης κινήτρων.

Από το σύνολο των περίπου 34 δισ. ευρώ που δαπανώνται για έρευνα και ανάπτυξη στην Ε.Ε., τη μερίδα του λέοντος απορροφά η Ελβετία με 6,4 δισ. ευρώ, ακολουθεί η Γερμανία με 6,2 δισ. ευρώ, η Γαλλία με 4,45 δισ. ευρώ, η Δανία με 1,5 δισ. ευρώ περίπου, η Σουηδία με 1,1 δισ. ευρώ, η Ισπανία με 1,08 δισ.