Το μέλλον φαντάζει δυστοπικό και θραύσματα αυτού -εκτρέποντας και ανατρέποντας τη σταθερά του χρόνου- βλέπουμε στο ομιχλώδες παρόν. Η σύγχυση, η χαλασμένη πυξίδα του καιρού μας, καθοδηγεί και οδηγεί τον σημερινό άνθρωπο σε ατραπούς που ελλοχεύει ο κίνδυνος της εξαΰλωσης, μια και κάθε μέρα η ανθρώπινη υπόσταση (αυτο)θυσιάζεται στο όνομα μιας επιβίωσης που “σκοτώνει” καθετί ζωντανό.

Το τοπίο κάπως καθαρίζει όταν χαράζει και στο λυκαυγές της μέρας μια λεπτή, κόκκινη γραμμή προσπαθεί να βάλει τάξη στη συμπαντική δυσαρμονία. Πρώτη φορά ορατή με γυμνό μάτι. Ο μέσος άνθρωπος που θα περπατήσει στο γκρίζο, μολυβένιο τοπίο δεν θα έχει τίποτε άλλο να δει πέρα απ’ αυτή την “πολυτέλεια” στον “νεκρό” ουρανό.

Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης

Το πρωτόγνωρο θέαμα δεν θα σταματήσει απότομα. Η γραμμή όλο και θα μεγαλώνει και τη στιγμή που θα συναντήσει το αστέρι των αστεριών θα ξεκινήσει η συμπαντική έκρηξη. Τότε, ο λόγος θα ξεχυθεί και θα ακουστεί πιο δυνατά και μελωδικά από πότε. Φορέας της αναπάντεχης ευτοπίας ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος.

Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να αγκαλιάσει το σύμπαν και τη μουσική των αστεριών να μεταφέρει ως μάννα εξ ουρανού σε όλους εμάς. Από τα χέρια του κρέμονται το μπλε και όλα τα χρώματα της ελληνικής γης, τα μάτια του πετάνε σπίθες και η φωνή του γίνεται φωνή μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης ανήκει στο DNA της Ελλάδας. Συνεπής συνταξιδιώτης του χρόνου και του αγώνα.

Ο Μιχάλης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Ο πατέρας του, Γιώργης, ανώτατος δημόσιος υπάλληλος, από τον Γαλατά Χανίων, τον μεγαλώνει με τους θρύλους της κρητικής επανάστασης. Η μικρασιάτισσα μητέρα του, Ασπασία, το γένος Πουλάκη, πιάνει να λέει με τις άλλες Τσεσμελιές τα ανατολίτικα τραγούδια, τους θρήνους, τους αναστεναγμούς, που στο τέλος ξεπηδούν από το ανοιχτό παράθυρο σαν βυζαντινός ύμνος.

Είναι 40 ημερών όταν η οικογένεια μετακομίζει στη Μυτιλήνη. Εκεί, ο κοσμοπολίτης θείος, ο Αντώνης Πουλάκης, πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, αυτός που θα αντικαταστήσει το “Μιχάλης” με το εξευρωπαϊσμένο “Μίκης”,θα φέρει φωνόγραφο και τρεις δίσκους. Τον ένα με άριες και όπερες, τον δεύτερο με τζαζ του ’20 και τον τρίτο με ελληνικά σουξέ, όπως “Η μπαρμπουνάρα”.

Τα παιδικά του χρόνια θα τα ζήσει ως νομάς (Σύρος, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη) χάρη στις συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του. Το 1932 γεννιέται ο αδερφός του Γιάννης. Στα 12 φοιτά στο ωδείο Πάτρας, μαθαίνει βιολί και γράφει το πρώτο του τραγούδι, “Το καραβάκι”.

Η στιγμή όμως που σημάδεψε τη ζωή του ήταν σε έναν κινηματογράφο στην Τρίπολη. Η χώρα είναι υπό κατοχή. Η αίθουσα έπαιζε ένα γερμανικό φιλμ που τελειώνει με το φινάλε από την “Ενάτη Συμφωνία” του Μπετόβεν. Ο ίδιος εξομολογείται: “Ξαφνικά ακούστηκε αυτή η θεία μελωδία […] τόσο που κεραυνοβολήθηκα, που το βράδυ είχα πυρετό, αρρώστησα, έφυγα από τον κόσμο αυτόν.

Ποτέ δεν σκεφτόμουν ως τότε να γίνω μουσικός”. Οι γονείς του προσπαθούν να τον συνετίσουν, εκείνος όμως ούτε που σκέφτεται το Πολυτεχνείο. “Δεν μπορούσα… ούτε εγώ να το εξηγήσω. Οι νότες είχαν αποτυπωθεί μέσα μου και λες και με είχαν ανασκάψει και είχαν γεννήσει έναν νέο άνθρωπο”.

Η μουσική, λοιπόν, βρήκε τον νεαρό Μίκη. Πρώτα αυτή και μετά η πολιτική. Θα τις ένωνε στη συνέχεια, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι δίχως αυτήν θα ήταν μισός άνθρωπος και ίσως όχι αυτός που ξέρουμε σήμερα. Το έργο του Θεοδωράκη είναι εντυπωσιακό σε όγκο και ποικιλία, εκτείνεται, μεταξύ πολλών άλλων, από τη συμφωνία και την όπερα έως το έντεχνο λαϊκό τραγούδι.