Το ερώτημα των ημερών είναι γιατί και υπό ποιες συνθήκες η κυβέρνηση επιχειρεί τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο –αμέσως μετά την αξιολόγηση και την εκταμίευση της προ πολλού εκκρεμούσας δόσης αλλά χωρίς διακανονισμό του χρέους, σαφήνεια ως προς το ρόλο του ΔΝΤ και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE)- έκδοση ομολόγου για έξοδο στις αγορές. Η απάντηση, όπως στα περισσότερα ζητήματα που σχετίζονται με κυβερνητικές επιλογές, δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη αλλά, δυστυχώς, δεν μπορεί να είναι και πολύ ενθαρρυντική.
Ο σκοπός της εξόδου, μετά μάλιστα από μακροχρόνια αποχή (από το 2014), είναι τριπλός. Συμβολικός: να δοθεί, σε συνέχεια της άρσης της διαδικασίας επιτήρησης ως προς το υπερβολικό έλλειμμα και της μείωσης των spreads, σήμα σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα. Οικονομικός: να δοκιμαστεί η εικόνα της ελληνικής οικονομίας, μετά από τόσες περιπέτειες, στα μάτια όχι πλέον των θεσμικών παικτών (των δανειστών) αλλά των επενδυτών (των διεθνών αγορών κεφαλαίων). Πολιτικός: να οικοδομηθεί, σε περίπτωση επιτυχούς εξόδου, ένα νέο θετικό «αφήγημα», ακόμα και αν αυτό θα σήμαινε ακόμα μία ιδεολογική οπισθοχώρηση, αφού μέχρι πολύ πρόσφατα, ακόμα και μετά την εγκατάλειψη της ιδέας να τους παίξει νταούλια, η κυβέρνηση λοιδορούσε και υποβάθμιζε τις «καπιταλιστικές» αγορές.
Και οι τρεις στόχοι θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να προσδώσουν μια δυναμική στην ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία. Μόνο που, για την έκβαση μιας τέτοιας προσπάθειας, πιο κρίσιμα από όλα είναι τα τεχνικά στοιχεία –πότε, για ποιο ποσό, με τι επιτόκιο, με τι παρενέργειες σε άλλες πτυχές και με τι προοπτικές για τη συνέχεια συντελείται η έξοδος-, ενώ η κυβέρνηση, όπως είναι στο γονίδιο της, τα υποβαθμίζει προς όφελος των πολιτικών – επικοινωνιακών. Κι εξαιτίας αυτού, μια καταρχήν θετική εξέλιξη κινδυνεύει να γυρίσει μπούμερανγκ.
Το βασικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, λόγω της ένταξης στο πρόγραμμα και στην επιτήρηση των θεσμών, δανείζεται με πολύ χαμηλό επιτόκιο (κατά μέσο όρο περίπου 1,2%) και δεν αποπληρώνει τόκους σε παρόντα χρόνο. Αντίθετα, για δανεισμό από τις αγορές θα απαιτηθεί σίγουρα πολύ υψηλότερο επιτόκιο (μέτρο, αλλά κακώς, γιατί οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αποτελεί το 4,95% της έκδοσης του 2014) και, αναλόγως της διάρκειας της έκδοσης (που μάλλον προορίζεται για πενταετής), θα υπάρξουν πολύ συντομότερες αποπληρωμές. Οι αγορές προσδιορίζουν το επιτόκιο με βάση την έννοια του «ρίσκου», τη συγκεκριμένη δε στιγμή κρίσιμοι παράγοντες θα είναι η (μη) ένταξη στο QE, η συνέχιση της χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω του ELA και η χαμηλή ακόμη αξιολόγηση των διεθνών οίκων -άρα, όποιο ακριβώς και να είναι τελικά το επιτόκιο, δεν θα μπορεί να εκληφθεί ως σήμα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία.
Το κέρδος θα είναι το γεγονός της εξόδου και όχι η ουσία της εξόδου. Και μάλιστα το κέρδος θα είναι μεγαλύτερο για τις αγορές, δηλαδή εκείνους που η κυβέρνηση μέχρι πριν από λίγο καιρό αποκαλούσε κερδοσκόπους, και όχι για την Ελλάδα, αφού ακόμα και η «επιτυχία» της απορρόφησης ολόκληρου του ποσού της έκδοσης θα οφείλεται περισσότερο στην πίεση που θα ασκήσουν τα θεσμικά μεγαθήρια (ΕΚΤ, ESM, Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα και Ταμείο) και στα πολύ ελκυστικά επιτόκια, παρά στη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων της χώρας μας.
Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, είναι εάν το συμβολικό κέρδος επιστροφής στις αγορές (αλλά όχι απόκτησης οικονομικής κυριαρχίας, αφού η επιβίωση της χώρας θα συνεχίσει να εξαρτάται από το μεγάλο και ειδικό δάνειο των θεσμών) δικαιολογεί τέσσερεις σημαντικές διακινδυνεύσεις: σώρευση νέου χρέους υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες εξόφλησης΄ παράδοσης της χώρας στις διαθέσεις των αγορών από θέση αδυναμίας και υπό όρους που εκείνες θα καθορίζουν΄ μετάδοσης της εντύπωσης ότι η ελληνική οικονομία μπορεί μόνη της να επιτυγχάνει μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή πλεονάσματα (έστω και αν όλοι ξέουμε ότι δημιουργούνται σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και άρα της ανάπτυξης) και να δανείζεται από τις αγορές’ δημιουργία συνθηκών πίεσης κατά των κυβερνήσεων όλων των μελών της Ευρωζώνης που δανείζουν τόσο φτηνά την Ελλάδα και, κυρίως, εμφάνιση αντικινήτρων για θεσμικό διακανονισμό του χρέους.
Οφείλει να αναρωτηθεί κανείς, με πρώτη την κυβέρνηση, αν αξίζει να διακινδυνεύσει η Ελλάδα, σε εποχή που κάθε άλλο παρά έχουν διαλυθεί τα σύννεφα σχετικά με τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της, τη μετάβαση από ένα καθεστώς επώδυνου αλλά τουλάχιστον θεσμικού Μνημονίου σε ένα διαρκές αγοραίο –και γι’ αυτό ακόμα πιο σκληρό- δανειστικό Μνημόνιο, με πρόσθετο μάλιστα τίμημα την εγκατάλειψη ή δυσχέρανση του διακανονισμού του χρέους. Ή αν θα ήταν λογικότερο και προσφορότερο η έξοδος στις αγορές να γίνει εφόσον έχει βελτιωθεί η αξιοπιστία της χώρας (μέσα, για παράδειγμα, από την ολοκλήρωση μιας έστω αξιολόγησης στην ώρα της), έχει εξασφαλιστεί η επίνευση της ΕΚΤ και του ΔΝΤ (το οποίο, ως αποτέλεσμα της τελευταίας διαπραγμάτευσης, κρατά όλα τα κλειδιά στα χέρια του) και, κυρίως, έχουν γίνει κάποια βήματα στα κρισιμότατα μέτωπα της ανάπτυξης (να αρχίσει επιτέλους η οικονομία μας να κινείται) και των δομικών μεταρρυθμίσεων (να μη στέκεται το ίδιο το κράτος μας εμπόδιο στην ανάπτυξη).
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε έξοδος στις αγορές, στην παρούσα στιγμή αλλά και γενικώς πριν από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις: να αφορά μικρά ποσά, ώστε να δημιουργήσει τις λιγότερες αρνητικές συνέπειες στην τρέχουσα χρηματοδότηση και στο χρέος΄ και η αποκομιδή ποσών από την έκδοση να κατευθυνθεί αν όχι αποκλειστικά πάντως σίγουρα κατά προτεραιότητα σε προγράμματα θέρμανσης της οικονομίας και όχι «μπαλώματος» διάφορων δημοσιονομικών τρυπών ή πελατειακών αναγκών. Δυστυχώς και στα δύο αυτά μέτωπα οι οιωνοί δεν είναι καλοί: η μέχρι σήμερα πολιτεία της κυβέρνησης δείχνει ότι προτεραιότητές της είναι οι εντυπώσεις και η ενίσχυση του κράτους των ημετέρων παρά το γενικό συμφέρον και η απαγκίστρωση από τα βάρη του παρελθόντος. Μακάρι να αλλάξει –έστω και υπό την πρόκληση, ή την πίεση, των αγορών.