του Χάρη Ντιγριντάκη

Σε ένα ιδιότυπο μπρα ντε φερ επιδίδονται το τελευταίο χρονικό διάστημα οι Έλληνες ξενοδόχοι με τους μεγάλους tour operators με φόντο το 2025 και τις τιμές στις οποίες θα κλειδώσουν τα συμβόλαια για την επόμενη τουριστική σεζόν.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η πλειονότητα των ξενοδόχων φαίνεται ότι κερδίζει για το 2025 μία μεσοσταθμική αύξηση της τάξης του 3% – 5% στις τιμές των συμβολαίων, σε επίπεδα δηλαδή υψηλότερα από εκείνα του ετήσιου πληθωρισμού, ο οποίος, διαμορφώθηκε στο 2,5% στην Ελλάδα τον Ιούνιο, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat).

Σε κάποιους προορισμούς, οι οποίοι φαίνεται ότι κεφαλαιοποιούν την καλή εικόνα που επέδειξαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και μετά τη λήξη αυτής σημειώνοντας υψηλές επιδόσεις, οι ξενοδόχοι έχουν ισχυρότερη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των tour operators και δύνανται να διεκδικήσουν αυξήσεις που φτάνουν μέχρι το 15%.

«Αυτή την περίοδο υπογράφουμε τα συμβόλαια για το 2025. Η Ένωση Ξενοδόχων Ρόδου έχει προτείνει να υπάρξει μια ενιαία τιμολογιακή πολιτική από τους επιχειρηματίες του νησιού με αυξήσεις τιμών. Πιο συγκεκριμένα η πρόταση μας αφορά αύξηση από5% έως 10% για τα συμβόλαια ημιδιατροφής και Bed & Βreakfast και αύξηση από 10% έως 15% για τα συμβόλαια all inclusive. Αυτός είναι ο στόχος», επισημαίνει ο πρόεδρος της τοπικής Ένωσης ξενοδόχων, κ. Γιάννης Παπαβασιλείου.

Στον αντίποδα, σε κάποιες άλλες περιοχές που φαίνεται ότι έχουν χάσει την αίγλη τους ως τουριστικοί προορισμοί, οι επιχειρηματίες του κλάδου δυσκολεύονται και τα παίζουν όλα για όλα προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω μια βραχεία αύξηση στα νέα συμβόλαια που συχνάκις συνάπτουν αυτή την περίοδο.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πελοποννήσου, η οποία φαίνεται ότι έχει απωλέσει μέρος της δυναμικής της σε ό,τι αφορά την τουριστική της ταυτότητα. «Ασκείται έντονη πίεση από τους tour operators για μείωση των τιμών στα συμβόλαια του 2025. Επικρατεί ισχυρός ανταγωνισμός», τονίζουν επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού.

Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγούν οι ξενοδόχοι, μπορεί και φέτος οι τιμές των δωματίων στα ξενοδοχεία να είναι αυξημένες έως και 15% ανάλογα με τον προορισμό, ωστόσο, αυτή η αύξηση δεν αποτυπώνεται στην κερδοφορία των επιχειρήσεών τους, καθώς το λειτουργικό και το μισθολογικό κόστος ροκανίζουν τα έσοδα.

«Τα έξοδα ενός ξενοδοχείου βρίσκονται στα ύψη. Δεν έχει αποτυπωθεί η μείωση του πληθωρισμού στο ράφι, στα τρόφιμα», λέει ο κ. Κώστας Μαρινάκος, πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου (Τ.Ο.Π.).

Από την πλευρά του ο κ. Γρηγόρης Τάσιος, πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Χαλκιδικής, ενός από τους προορισμούς που παρά τις αρρυθμίες που παρατηρούνται καταφέρνει και διατηρείται σταθερά στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων των Ελλήνων και των ξένων τουριστών, επισημαίνει: «Οι τιμές στα δωμάτια των ξενοδοχείων είναι αυξημένες σε ποσοστό 10% μεσοσταθμικά εξαιτίας του υψηλού κόστους. Η ακρίβεια στο ράφι και στα διάφορα διατροφικά είδη παραμένει. Το ρεύμα χωρίς επιδότηση παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Τα επιτόκια δεν έχουν πέσει, κινούνται στο 6%-8,5% τη στιγμή που το 2019 ήταν στο 3%».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η κα Χριστίνα Τετράδη, πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Ζακύνθου, επισημαίνοντας πως τα κόστη για τα ξενοδοχεία, τόσο το λειτουργικό όσο και το μισθολογικό, είναι σημαντικά αυξημένα για να καλυφθούν από τις αυξήσεις που έχουν γίνει στις τιμές των δωματίων.

Άλλωστε, όπως τονίζουν οι ξενοδόχοι, φέτος η πλειονότητα των ταξιδιωτών, Ελλήνων και ξένων, κάνει πιο λελογισμένες δαπάνες και μειώνει τον αριθμό των διανυκτερεύσεων ως απόρροια της περιορισμένης αγοραστικής δύναμής τους.

Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, τον Ιούνιο φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν νέες εστίες πληθωριστικών πιέσεων με άξονα τις υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, ξεχώρισαν οι μέσες αυξήσεις 5,3% στην ομάδα «Ξενοδοχεία-Καφέ-Εστιατόρια». Αναλυτικότερα, καταγράφηκαν αυξήσεις 19,7% στα αεροπορικά εισιτήρια, ενώ το πακέτο διακοπών είναι 12,7% ακριβότερο. Στα ξενοδοχεία οι τιμές ήταν 12% υψηλότερες από πέρυσι. Στα εστιατόρια οι ανατιμήσεις έφτασαν μέχρι το 5,1%.

Μάλιστα, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν αντίκτυπο και στο εισόδημα των Ελλήνων ταξιδιωτών, αρκετοί εκ των οποίων είτε αποφασίζουν ότι δεν θα πάνε διακοπές, είτε περιορίζουν αισθητά τον διαθέσιμο προϋπολογισμό τους και αρκούνται στα απολύτως απαραίτητα.

Ενδεικτικά είναι τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), για την επίδραση των ανατιμήσεων στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων. Με βάση, λοιπόν τη συγκεκριμένη έρευνα, ένα 55% των Ελλήνων δηλώνει ότι δε θα κάνει διακοπές φέτος το καλοκαίρι λόγω του αυξημένου κόστους τόσο σε εισιτήρια και όσο διαμονή, 1 στους 3 δηλώνει ότι θα κάνει μεν διακοπές, αλλά πιο περιορισμένες, 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι οι δαπάνες τους φέτος θα είναι μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ 4 στους 10 ότι θα είναι μειωμένες σε ποσοστό άνω του 50%.

Τα στοιχεία του ΙΤΕΠ

Η αύξηση τιμών αποτυπώνεται και στα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), βάσει των οποίων καταγράφεται άνοδος στη μέση τιμή διάθεσης του δίκλινου δωματίου στα ξενοδοχεία ανά την Ελλάδα για τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού.

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνει το ΙΤΕΠ από τους ξενοδόχους, στο πλαίσιο της έρευνας που πραγματοποιεί σε μηνιαία βάση, η μέση τιμή διάθεσης ενός δίκλινου δωματίου τον Ιούνιο του 2024 διαμορφώθηκε στα 142 ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 18% σε σύγκριση με τα 120 ευρώ που ήταν η αντίστοιχη τιμή τον Ιούνιο του 2023.

Σε ό,τι αφορά τώρα την πληρότητα, αυτή εμφανίστηκε οριακά αυξημένη. Πιο συγκεκριμένα, η μέση πληρότητα στα ξενοδοχεία της χώρας τον Ιούνιο ανήλθε στο 75,7% και ήταν οριακά αυξημένη σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2023, όταν το αντίστοιχο ποσοστό είχε διαμορφωθεί στο 75,3%.

Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού το πρώτο πεντάμηνο του έτους, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα τουριστικά έσοδα ενισχύθηκαν κατά 16,2% το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου και διαμορφώθηκαν σε 3,8 δισ. ευρώ έναντι 3,3 την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Σε επίπεδο εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης, την Ελλάδα το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου επισκέφθηκαν 6,9 εκατ. τουρίστες αυξημένοι σε ποσοστό 20,6% σε σχέση με τα 5,7 εκατ. του 2023. Ειδικότερα, η ταξιδιωτική κίνηση μέσω αεροδρομίων ενισχύθηκεκατά 21,5% και αυτή μέσω οδικών συνοριακών σταθμών κατά 19,9%.