Του Χάρη Ντιγριντάκη

Σε πυλώνα ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού αναδεικνύεται η κρουαζιέρα, ενισχύοντας τους αρμούς δομικής στήριξης της οικονομίας για αρκετές περιοχές.

Το οικονομικό όφελος για την Ελλάδα υπερφαλάγγισε το 1.1 δις ευρώ το 2021 με τις προοπτικές να είναι εξαιρετικά ευοίωνες για το 2023.

«Η Ελλάδα είναι ένας σημαντικός κόμβος κρουαζιέρας στη Μεσόγειο, με σπουδαίες προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη», επεσήμανε ο κ. Pierfrancesco Vago, πρόεδρος της CLIA (Διεθνούς Ενωσης Εταιρειών Κρουαζιέρας) και εκτελεστικός πρόεδρος της MSC Cruises, στο πλαίσιο του 7ου Posidonia Sea Tourism Forum που για πρώτη φορά στη 12χρονη ιστορία του πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη που εξελίσσεται σε σηματωρό για τον κλάδο της Κρουαζιέρας στην ευρύτερη βαλκανική.

«Το 2021 το οικονομικό όφελος για την Ελλάδα ξεπέρασε το 1 δισ. ευρώ, ενώ δημιούργησε περισσότερες από 15.000 θέσεις εργασίας.

Σήμερα τα οικονομικά οφέλη από τους τουρίστες που φτάνουν στις ελληνικές ακτές με κρουαζιερόπλοια είναι ήδη υψηλότερα από ό, τι το 2019, κάτι που οφείλεται εν μέρει στο σημαντικό έργο των τοπικών Αρχών για την αύξηση των υποδομών και των υπηρεσιών homeporting στην Ελλάδα», συμπλήρωσε, λέγοντας πως πέρυσι από τα 87 κρουαζιερόπλοια της CLIA που προσέγγισαν τα ελληνικά λιμάνια, τα 47, δηλαδή το 54%, είχαν λιμάνι επιβίβασης (homeporting) στην ελληνική επικράτεια.

«Το homeporting αποφέρει τα μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη σε κάθε προορισμό. Αυξάνει τον χρόνο που οι τουρίστες περνούν στην ξηρά τόσο πριν όσο και μετά την κρουαζιέρα, συμπεριλαμβανομένης της ζήτησης για διαμονή κοντά στο λιμάνι επιβίβασης.

Κάθε τουρίστας κρουαζιέρας ξοδεύει συνήθως περισσότερα από 400 ευρώ στο λιμάνι επιβίβασης, ενώ το ποσό που ξοδεύουν στα λιμάνια που επισκέπτονται κατά την κρουαζιέρα εκτιμάται ότι είναι τουλάχιστον 100 ευρώ ανά επιβάτη», επεσήμανε ο επικεφαλής της CLIA.

Μάλιστα, όπως τόνισε, μετά την ενίσχυση του homeporting, στο επίκεντρο τόσο των αρμόδιων Αρχών, όσο και των εταιρειών κρουαζιέρας πρέπει να τεθεί η ανάπτυξη των υποδομών. «Για να επιτρέψουμε την ομαλή λειτουργία πρέπει να επενδύσουμε στις υποδομές. Αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να διασφαλιστεί ότι οι ειδικές ανάγκες των κρουαζιερόπλοιων λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ανάπτυξης των λιμενικών υποδομών, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης των λιμένων που πραγματοποιείται τώρα στην Ελλάδα.

Συνεπάγεται, επίσης, την παροχή ομαλών και αποτελεσματικών υποδομών συνοριακού ελέγχου για τους επιβάτες και τα πληρώματα των κρουαζιερόπλοιων. Για να διατηρηθεί η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως κόμβου κρουαζιέρας, πρέπει να συνεργαστούμε ώστε να διασφαλίσουμε ότι τα λιμάνια έχουν αρκετούς πόρους για την εξυπηρέτηση των επιβατών», είπε ο κ. Pierfrancesco Vago.

Στις επιδόσεις του λιμανιού του Πειραιά αναφέρθηκε από την πλευρά του, κατά τη διάρκεια της πρώτης θεματικής συζήτησης του Forum με τίτλο «Επιστροφή στην Ανάπτυξη: Οι Προκλήσεις που έχουν μπροστά τους Εταιρείες Κρουαζιέρας και Προορισμοί», ο Yu Zenggang, πρόεδρος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. Όπως τόνισε, το λιμάνι του Πειραιά έχει επιτύχει γρήγορη και πλήρη ανάκαμψη στον κλάδο της κρουαζιέρας, ξεπερνώντας τα προπανδημικά επίπεδα. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι το 2019 το λιμάνι του Πειραιά έσπασε το φράγμα του 1 εκατ. επιβατών κρουαζιέρας και έκτοτε, όχι μόνο πέτυχε γρήγορη και πλήρη ανάκαμψη αλλά ξεπέρασε και τα προ της πανδημίας επίπεδα.

«Το λιμάνι εξυπηρέτησε με επιτυχία σημαντικό αριθμό κρουαζιερόπλοιων, συμβάλλοντας στην ανάκαμψη της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας», είπε.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε ο Yu Zenggang, συνολικά, το 2022 ήταν χρονιά-ρεκόρ για τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, με έσοδα και κερδοφορία στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών.

Το τμήμα κρουαζιέρας του λιμανιού παρουσίασε σημαντική αύξηση τόσο στις επισκέψεις κρουαζιερόπλοιων όσο και στην επιβατική κίνηση. Το 2022, η επιβατική κίνηση αυξήθηκε κατά 190%, σε 880.416 επιβάτες σε σύγκριση με 303.665 το 2021.

Οι προσεγγίσεις κρουαζιερόπλοιων αυξήθηκαν επίσης κατά 79%, σε 677 ελλιμενισμούς σε σύγκριση με 379 έναν χρόνο νωρίτερα, υπερβαίνοντας τα επίπεδα του 2019.

Μάλιστα, ο ίδιος είπε ότι ένας νέος τερματικός σταθμός κρουαζιέρας βρίσκεται υπό κατασκευή και όταν ολοκληρωθεί, σε ορίζοντα 2-3 ετών, θα μπορεί να φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα κρουαζιερόπλοια στον κόσμο.

«Πιστεύουμε ότι ο αριθμός των επιβατών το 2023 θα φτάσει τα επίπεδα του 2019 και παραμένουμε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για ισχυρή ανάπτυξη στο μέλλον», επεσήμανε από την πλευρά του ο Κρις Θεοφιλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Celestyal. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Γιώργος Κουμπενάς, πρόεδρος της Ενωσης Λιμένων Ελλάδος (ΕΛΙΜΕ) και Chief Operating Officer της Celestyal Cruises τόνισε: «Το 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση στο homeporting σε αρκετά λιμάνια όπως ο Πειραιάς, το Ηράκλειο, η Θεσσαλονίκη, το Λαύριο και η Κέρκυρα, γεγονός που οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση των εσόδων για την ελληνική οικονομία. Για το 2023 προβλέπουμε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό επιβατών κρουαζιέρας που επιβιβάζονται ή επισκέπτονται ελληνικούς προορισμούς».

Επεσήμανε, δε, ότι η Ελλάδα στερείται μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη των προορισμών ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. «Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να αποφασιστεί οι υποδομές που απαιτούνται για την υποστήριξη της ανάπτυξης της κρουαζιέρας.

Επίσης, η προώθηση των λιγότερο γνωστών προορισμών θα βοηθήσει στην πιο ισορροπημένη εξάπλωση της δραστηριότητας στη χώρα».

Στην ισχυρή ζήτηση που καταγράφεται για την Ελλάδα εστίασε ο Wybcke Meier, διευθύνων σύμβουλος της TUI Cruises GmbH. «Η ζήτηση υπάρχει, ειδικά για την Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα για την Ελλάδα που είναι πολύ δημοφιλής στους Γερμανούς τουρίστες. Βλέπουμε πολύ αυξημένες κρατήσεις για τα επόμενα χρόνια καθώς επεκτείνουμε τον στόλο μας. Θα έχουμε περισσότερες ευκαιρίες να αναπτύξουμε πλοία σε αυτή την περιοχή και από τον επόμενο χρόνο θα κάνουμε homeporting στο Ηράκλειο.

Ο αριθμός των Γερμανών που κάνουν διακοπές κρουαζιέρας είναι ακόμα πολύ μικρός και οι δυνατότητες ανάπτυξης είναι τεράστιες, πράγμα που σημαίνει ότι η Ελλάδα ως αγαπημένος προορισμός για τους Γερμανούς θα κερδίσει ακόμα περισσότερο έδαφος στο μέλλον», είπε.

Σε γενικές γραμμές ως προς τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου, σύμφωνα με έρευνα της CLIA, η πρόθεση για κρουαζιέρα είναι σήμερα υψηλότερη από ό,τι ήταν πριν από την πανδημία. Μάλιστα, το 85% των ατόμων που έκαναν κρουαζιέρα στο παρελθόν είναι πιθανό να κάνουν ξανά κρουαζιέρα, ποσοστό 6% υψηλότερο σε σχέση με το 2019.

Μετά από τρία δύσκολα χρόνια περιορισμένης λειτουργίας, το 2023 είναι η χρονιά που η κρουαζιέρα θα επιστρέψει στη θετική αναπτυξιακή τροχιά που είχε πριν από την εμφάνιση της υγειονομικής κρίσης, σύμφωνα με τους παράγοντες της αγορές, οι οποίοι αναμένουν έως και 33 εκατομμύρια επιβάτες κρουαζιέρας παγκοσμίως, ξεπερνώντας τα νούμερα του 2019 κατά 11%.

Όσον αφορά δε στην Ανατολική Μεσόγειο, η δυναμική είναι τέτοια που τα κρουαζιερόπλοια από όλες τις εταιρίες επιστρέφουν ήδη πριν από την καλοκαιρινή περίοδο.

Κατά την πρώτη ημέρα του Forum, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 400 εκπρόσωποι της παγκόσμιας βιομηχανίας κρουαζιέρας, η Ένωση Λιμένων Ελλάδος (ΕΛΙΜΕ) υπέγραψε Μνημόνιο Συνεργασίας με την Ένωση Ιδιοκτητών Κρουαζιερόπλοιων & Συνδεδεμένων Μελών με σκοπό τον συντονισμό δράσεων και διμερών σχεδίων δράσης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη του κλάδου της κρουαζιέρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου πηγαίνει προς την κατεύθυνση που προδιαγράφουν τα διεθνή πρότυπα εξυπηρέτησης.

Τέλος στο πλαίσιο της εκδήλωσης των Ποσειδωνίων στην Θεσσαλονίκη παρουσιάστηκε από την κα Θεοδώρα Ρήγα, Chief Commercial Officer & Director Strategic Communications, ΟΛΘ Α.Ε η κοινωνικοοικονομική συνεισφορά της κρουαζιέρας στο λιμάνι και την πόλη της Θεσσαλονίκης και τα προκαταρκτικά δεδομένα παρέχουν ήδη χρήσιμες πληροφορίες για τα πρότυπα δαπανών των επιβατών κρουαζιέρας και των μελών του πληρώματος στη Θεσσαλονίκη.

Ως εκ τούτου, οι επιβάτες κρουαζιέρας κατευθύνουν τις δαπάνες τους για ψώνια (44%), εστιατόρια και καφετέριες (40%), περιηγήσεις στα αξιοθέατα (12%) και καταστήματα τροφίμων (3%). Τα μέλη του πληρώματος, από την άλλη πλευρά, κατευθύνουν τις δαπάνες τους προς αγορές (55%), εστιατόρια και καφετέριες (16%), μεταφορές (14%) και καταστήματα τροφίμων (10%).