
Η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές, δεν είναι ένας φθηνός προορισμός για τους Ευρωπαίους τουρίστες.
Αυτό αποδεικνύεται σε μία από τις δύο μελέτες του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ).
Το ΙΝΣΕΤΕ δημοσίευσε δύο επιπλέον μελέτες, στο πλαίσιο των περιοδικών εκδόσεων μελετών του. Εμπλουτίζοντας τις βάσεις δεδομένων του ελληνικού τουρισμού, οι οποίες θα αποτελέσουν τις βάσεις σύγκρισης κατά τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Ποιοι τουρίστες δαπανούν περισσότερα στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την μία μελέτη στις περισσότερες περιπτώσεις οι Ευρωπαίοι δαπανούν περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα απ’ ότι στην Ισπανία.
Αντίθετα, οι τουρίστες από τις ΗΠΑ και κυρίως από τη Ρωσία, δαπανούν περισσότερα για τα ταξίδια τους στην Ισπανία.
Στη μελέτη γίνεται προσαρμογή της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης που δημοσιεύουν οι δύο χώρες (€ 1.102 για την Ισπανία και € 564 για την Ελλάδα για το 2019 και € 1.084 και € 520 αντίστοιχα για το 2018) ώστε να αποτυπώνονται συγκρίσιμα μεγέθη και συγκεκριμένα μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση.
Με βάση αυτή την προσαρμογή η διαφορά μεταξύ της Μέσης Δαπάνης στην Ελλάδα και στην Ισπανία περιορίζεται σε 54 ευρώ το 2018 (από 564 ευρώ βάσει δημοσιευμένων στοιχείων) και σε 9 ευρώ το 2019 (από 538 ευρώ).
Οι αγορές που ρίχνουν τη Μέση Δαπάνη
Μέρος αυτής της διαφοράς οφείλεται στο ότι οι δύο χώρες δέχονται τουρίστες από διαφορετικές αγορές. Και συγκεκριμένα, η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες.
Οι τουρίστες αυτοί έχουν χαμηλότερη Μέση Δαπάνη και ως εκ τούτου ωθούν τον συνολικό μέσο όρο της μέσης δαπάνης προς χαμηλότερα επίπεδα.
Με την υπόθεση εργασίας ότι η Ελλάδα έχει το ίδιο μείγμα αγορών με την Ισπανία, η διαφορά στη Μέση Δαπάνη που μένει στην κάθε χώρα, περιορίζεται σε 10 ευρώ για το 2018. Για το 2019, η εικόνα ανατρέπεται και γίνεται 45 ευρώ υπέρ της Ελλάδας.
Αναλυτικά, η Μέση Δαπάνη το 2018 διαμορφώνεται στα 600 ευρώ για την Ισπανία και στα 590 ευρώ για την Ελλάδα, ενώ το 2019 διαμορφώνεται στα 608 ευρώ για την Ισπανία και στα 653 ευρώ για την Ελλάδα.
Στη συνέχεια εξετάζεται η μέση δαπάνη ως προς το σύνολο της δαπάνης. Δηλαδή περιλαμβανομένης όχι μόνο της δαπάνης που καταλήγει στη χώρα-προορισμό, αλλά και τη δαπάνης που γίνεται εκτός αυτής (πχ αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.).
Ποιοι τουρίστες ξοδεύουν περισσότερα και που
- Από τις οχτώ ευρωπαϊκές χώρες το 2019 στις επτά (Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι υψηλότερη απ’ ότι η αντίστοιχη στην Ισπανία – από 20 ευρώ για τη Γερμανία έως 350 ευρώ για τη Γαλλία – ενώ είναι χαμηλότερη για την Ολλανδία (κατά 86 ευρώ).
- Οι επισκέπτες από τις ΗΠΑ και -ιδιαίτερα- από τη Ρωσία, δαπανούν υψηλότερα ποσά όταν επισκέπτονται την Ισπανία (1.743 και 1.516 ευρώ αντίστοιχα) σε σχέση με αυτά που δαπανούν όταν επισκέπτονται την Ελλάδα (1.686 και 1.058 ευρώ αντίστοιχα). Αν και η διαφορά μειώθηκε το 2019 σε σχέση με το 2018.
Η διαφορά αυτή δείχνει ότι υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που θα οδηγήσει σε αύξηση της δαπάνης από τις χώρες αυτές.
Ποια είναι η εικόνα την τελευταία 10ετία
- Η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 11,9% (από 640,4 ευρώ το 2010 σε 564 ευρώ το 2019).
- Η Μέση Διάρκεια Παραμονής κατά 20,6% (από 9,3 διανυκτερεύσεις το 2010 σε 7,4 διανυκτερεύσεις το 2019).
- Η Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση αυξήθηκε κατά 10,6% (από 68,6 ευρώ το 2010 σε 76,1 ευρώ το 2019).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης προήλθε κυρίως από τη μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής, μια τάση που παρατηρήθηκε διεθνώς, καθώς πραγματοποιούνταν περισσότερα ταξίδια μικρότερης διάρκειας.
Που οφείλονται μειώσεις και αυξήσεις
Η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλή Δαπάνης οφείλεται στην αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα. Με μείωση του μεριδίου των παραδοσιακών αγορών μας και αύξηση νέων αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η μεταβολή αυτή στα μερίδια των αγορών μας δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών, υψηλότερης δαπάνης, αγορών μας από νέες, χαμηλότερης δαπάνης αγορές, αλλά σε ανάπτυξη των νέων αγορών με ρυθμό ταχύτερο από αυτόν που αναπτύσσονταν οι παραδοσιακές αγορές μας.
Η αύξηση της Μέσης Δαπάνης ανά Διανυκτέρευση, παρά την αύξηση της κίνησης από τις αγορές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες έχουν μειωμένη Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση, οφείλεται στο ότι κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε η Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση των παραδοσιακών αγορών μας.