της Εύας Οικονομάκη

Αύξηση του μεριδίου της στις διανυκτερεύσεις που πραγματοποιούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τους μήνες εκτός της περιόδου υψηλής ζήτησης καταγράφει η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία.

Σύμφωνα με την έρευνα ταξιδιωτικών τάσεων του Mastercard Economics Institute, όλο και περισσότεροι είναι οι Ευρωπαίοι τουρίστες που επιλέγουν πλέον να κάνουν διακοπές τους λεγόμενους «shoulder months», δηλαδή το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου και το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου και όχι το «καυτό» διάστημα Ιουλίου – Αυγούστου.

Οι κερδισμένοι

Οι χώρες στις οποίες διαπιστώνεται η μεγαλύτερη μετατόπιση ζήτησης από τους μήνες αιχμής στους «shoulder months» είναι οι μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων η Κροατία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία. Ωστόσο, ακόμη και χώρες που βρίσκονται στη βόρεια ευρώπη, όπως η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ολλανδία έχουν καταγράψει αλλαγή στις συνήθειες των ταξιδιωτών.

Συγκεκριμένα, η Κροατία, στην πρώτη θέση μεταξύ των εν λόγω κρατών, έχει ενισχύσει το μερίδιό της στις διανυκτερεύσεις που καταγράφονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες το διάστημα από το 2012 έως το 2023. Η Ελλάδα ακολουθεί στη δεύτερη θέση με αύξηση κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και έπεται η Ισλανδία με άνοδο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Στον αντίποδα, το μερίδιο της Ελλάδας σε επίπεδο διανυκτερεύσεων την περίοδο αιχμής, δηλαδή το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου, έχει μειωθεί κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες, με την Ισλανδία να σημειώνει τις μεγαλύτερες απώλειες, κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες και την Κροατία να ακολουθεί, έχοντας χάσει 6,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι λόγοι

Τα συγκεκριμένα ευρήματα υποδηλώνουν ότι δεν είναι μόνο οι καιρικές συνθήκες που έχουν οδηγήσει σε αυτήν την αλλαγή. Όπως επισημαίνεται, δύο σημαντικές δημογραφικές αλλαγές, η αύξηση των συνταξιούχων, που είναι απαλλαγμένοι από εργασιακές υποχρεώσεις, και η άνοδος του αριθμού των οικογενειών χωρίς παιδιά συμβάλλουν σε αυτή την τάση.

Η εικόνα στην Ευρώπη

Συνολικά, το μερίδιο των διανυκτερεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου (Μάιος-Ιούνιος και Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) έχει αυξηθεί κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.