Μειώνεται ραγδαία η μεταφορά αντικειμένων από τις εταιρείες ταχυδρομείων στην Ελλάδα ενδεικτικό της καθίζησης της οικονομίας της χώρας.. Η πτώση αγγίζει διψήφια νούμερα ενώ ταυτόχρονα αυξανόμενη βαίνει η αγορά του ηλεκτρονικού εμπορίου παρά την ύπαρξη capital controls το 2015. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι των ΕΛΤΑ καταγγέλλουν την πολιτεία για σκόπιμη αδιαφορία για την πορεία των Ελληνικών Ταχυδρομείων τα οποία σύμφωνα με την οικονομική έκθεση των στοιχείων 9μηνου οδηγούνται στην χρεοκοπία. Ενδεικτικό του οικονομικού αδιεξόδου είναι το γεγονός ότι το μηνιαίο ταμειακό έλλειμμα ξεπερνάει τα 4 εκατ. ευρώ, ενώ η προεξόφληση απαιτήσεων μεγάλων πελατών (Cosmote και τέσσερις συστημικές τράπεζες) – factoring εξαντλείται: έχει γίνει χρήση 30 εκατ. ευρώ από συνολικά 52,2 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα όπως είχαν υποστηρίξει και οι εργαζόμενοι της ΠΟΣΤ τα αρνητικά ίδια κεφάλαια είναι κάτω του ορίου του 10% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι ζημιές στο εννεάμηνο του 2016 διαμορφώθηκαν σε 37,7 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που είχαν προϋπολογιστεί σε 14 εκατ. ευρώ.
Ηλεκτρονικό Εμπόριο
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του E-Commerce Europe, τα έσοδα από το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα το 2015 αυξήθηκαν κατά 18,8%, στα 3,8 δισ. ευρώ, ενώ για το 2016 υπήρξε περαιτέρω άνοδος κατά 10,5%, δηλαδή στα 4,2 δισ. ευρώ. Επίσης, το 2015 περίπου 3 εκ. χρήστες του διαδικτύου προχώρησαν σε κάποια ηλεκτρονική αγορά, έναντι μόλις 1,9 εκατ.. χρηστών το 2012.
Όπως σημειώνεται σε έρευνα της Hellastat η συνεχής ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου λόγω της αυξανόμενης εξοικείωσης των καταναλωτών με τις διαδικτυακές αγορές και της στροφής τους σε φθηνότερες λύσεις, προσφέρει θετικές προοπτικές κυρίως για τον τομέα της διανομής δεμάτων & μικροδεμάτων. Ήδη, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των εσόδων του κλάδου έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στον τομέα των αντικειμένων που παραγγέλνονται από τους καταναλωτές διαδικτυακά. Αντιθέτως, το ψηφιακό μέσο συνιστά απειλή για την παραδοσιακή αλληλογραφία.
Ο ευρύτερος τομέας των ταχυδρομικών υπηρεσιών ενέχει προοπτικές μεγαλύτερης ανάπτυξης στη χώρα μας, καθώς η εγχώρια αγορά χαρακτηρίζεται από χαμηλό μέσο όρο ταχυδρομικών αντικειμένων ανά κάτοικο έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται : «Η μερική απελευθέρωση του κλάδου (κατάργηση του περιορισμού στο επιτρεπόμενο βάρος και παροχή δυνατότητας στους περιφερειακούς συνεργάτες να διαθέτουν στόλους μικρών οχημάτων) θα άρει τις δυσχέρειες που προκαλούσαν οι περιορισμοί αυτοί στο παρελθόν».
«Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου λόγω της αυξανόμενης εξοικείωσης των καταναλωτών με τις διαδικτυακές αγορές και της στροφής τους σε φθηνότερες λύσεις, προσφέρει θετικές προοπτικές, κυρίως για τον τομέα της διανομής δεμάτων & μικροδεμάτων» επισημαίνει η Αντιγόνη Αμπελακιώτη, Customer Support Manager της Infobank Hellastat (IBHS), σχολιάζοντας τα αποτελέσματα μελέτης που εξετάζει τον εγχώριο κλάδο των ταχυμεταφορών. «Ήδη, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των εσόδων του κλάδου έχει βασιστεί στον τομέα των αντικειμένων που παραγγέλνονται από τους καταναλωτές διαδικτυακά. Αντιθέτως, το ψηφιακό μέσο συνιστά απειλή για την παραδοσιακή αλληλογραφία» προσθέτει η κ. Αμπελακιώτη. Οι κυριότερες εγχώριες εταιρείες είναι οι ACS, Γενική Ταχυδρομική, Speedex και Ταχυμεταφορές ΕΛΤΑ (που πριν λίγες ημέρες άλλαξε διοίκηση που είχε τοποθετηθεί πριν ένα έτος), οι οποίες διακινούν κυρίως ταχυδρομικά αντικείμενα στο εσωτερικό της χώρας. Οι εταιρείες που αποτελούν μέλη των πολυεθνικών ομίλων (DHL του ομίλου Deutsche Post, ΤΝΤ, UPS και Fedex) δραστηριοποιούνται κυρίως στη διακίνηση εισερχόμενων και εξερχόμενων δεμάτων εξωτερικού. Οι τελευταίες χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες πολλών ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς δεν διαθέτουν δικά τους πανελλαδικά δίκτυα.
Ταχυμεταφορές
Σύμφωνα με τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst, το 2015 οι εταιρείες ταχυμεταφορών διακίνησαν 58,6 εκατ. αντικείμενα, αριθμός αυξημένος κατά 1,8% σε σχέση με το 2014, σχηματίζοντας κύκλο εργασιών περίπου 300 εκατ. ευρώ, επίπεδο οριακά χαμηλότερο από το προηγούμενο έτος.
Σύμφωνα με την IBHS, ο κλάδος εμφανίζει ανθεκτικότητα στην ύφεση των τελευταίων χρόνων, αποσπώντας σημαντικά μερίδια έναντι των ΕΛΤΑ, με το πλήθος των αντικειμένων και τα έσοδα να αυξάνονται την περίοδο 2011-2015 κατά 21,3% και 12,5% αντίστοιχα. Η ενίσχυση αυτή τροφοδοτείται από την αυξανόμενη διείσδυση των διαδικτυακών αγορών, γεγονός που δημιουργεί ανάγκες για γρήγορη και ασφαλή παράδοση των δεμάτων.
Συνολικά, οι εταιρείες courier το 2015 διακίνησαν το 14,7% των αντικειμένων της ευρύτερης ταχυδρομικής αγοράς, συγκεντρώνοντας το 55% των εσόδων (από 42% το 2011).
Πάντως, διαχρονικά παρατηρείται μείωση των τιμών στις υπηρεσίες ταχυμεταφορών λόγω του έντονου ανταγωνισμού, γεγονός που μεταφράζεται στην παροχή σημαντικών εκπτώσεων για τους εταιρικούς πελάτες. Έτσι, το μέσο έσοδο ανά αντικείμενο το 2015 διαμορφώθηκε στα 5,12 ευρώ, από 5,52 ευρώ το 2011.
Οι φάκελοι καταλαμβάνουν ολοένα και μικρότερο ποσοστό στο πλήθος των διακινούμενων αντικειμένων από τις εταιρείες courier: 43% το 2015, από 48% πριν από 2 χρόνια. Αντιθέτως, το σύνολο των δεμάτων και μικροδεμάτων το τελευταίο έτος κατέλαβε το 54% του όγκου. Επιπλέον, από τον τομέα των φακέλων προήλθε αρκετά μικρότερο μέρος των εσόδων (συγκεκριμένα το 32%), ενώ από τα δέματα & μικροδέματα συνολικά το 54%.
Στη μελέτη της Infobank Hellastat αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 30 επιχειρήσεων. Όπως προκύπτει από τα βασικά συμπεράσματα, ο κύκλος εργασιών το 2014 ανέκαμψε μετά την πτωτική πορεία των προηγούμενων ετών, καταγράφοντας αύξηση 15,4%, στα 315,28 εκατ. ευρώ.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι στα τέλη του 2015 στον τομέα της Καθολικής Υπηρεσίας -εκτός των ΕΛΤΑ- δραστηριοποιούνταν 13 εταιρείες με Ειδική Άδεια, ενώ λειτουργούσαν και 447 εταιρείες ταχυμεταφορών υπό το καθεστώς της Γενικής Άδειας, έναντι 365 εταιρειών το προηγούμενο έτος. Όπως φαίνεται στον πίνακα, ο αριθμός των επιχειρήσεων courier μειωνόταν από το 2010 έως το 2013, για να αυξηθεί κατά 14% το τελευταίο έτος.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται βαθμιαία ανάπτυξη της αγοράς των δεμάτων, η οποία το 2015 αποτέλεσε το 9% του όγκου (έναντι μόλις 3% το 2010), αποφέροντας το 41% των συνολικών εσόδων (από 22% πριν από 5 χρόνια). Η ενίσχυση αυτή αποδίδεται στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και στην αντικατάσταση της επιστολικής αλληλογραφίας από την ηλεκτρονική επικοινωνία.