Σύνταξη: tourismtoday.gr

Οι χαμηλοί μισθοί στης Πορτογαλίας και ο διεθνής ανταγωνισμός είναι οι λόγοι πίσω από την έλλειψη προσωπικού ξενοδοχείου που αντιμετωπίζει η πορτογαλική βιομηχανία φιλοξενίας.

Η Ένωση Πορτογάλων Διευθυντών Ξενοδοχείων (ADHP) πιστεύει ότι αρκετοί παράγοντες ευθύνονται για την έλλειψη εργατικού δυναμικού στον τομέα. Και η Ένωση έχει προειδοποιήσει εδώ και χρόνια για «την καταιγίδα».

Σε δηλώσεις ο Raul Ribeiro Ferreira πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ADHP υπενθυμίζει αρχικά ότι «εδώ και αρκετά χρόνια» προειδοποιούσαν για αυτό το θέμα. Το πρόβλημα πρόσφατα επανήλθε στην ατζέντα και «επιτάχυνε λόγω της πανδημίας».

«Αυτή η νέα έλλειψη εργατικού δυναμικού είναι ένα φαινόμενο που προειδοποιούμε εδώ και πολλά χρόνια ότι θα συνέβαινε φυσικά, τόσο λόγω της οικονομικής τάσης και της πτώσης της ανεργίας, όσο και λόγω της έλλειψης επενδυτικών εναλλακτικών λύσεων στον τουρισμό και της ξένης ανταγωνιστικότητας με άλλες χώρες», είπε ο πρόεδρος του ADHP.

Αρχικά, υπενθυμίζει ότι οι χαμηλοί μισθοί είναι «ένα εγχώριο πρόβλημα», συνηθισμένο στην υπόλοιπη οικονομία.

Ωστόσο, στον τομέα του τουρισμού και των ξενοδοχείων, είναι «πιο ορατό». Κι αυτό επειδή απαιτούνται «μεγαλύτερες δεξιότητες από τους ανθρώπους. Όπως η ικανότητα να μιλούν διαφορετικές γλώσσες» ή «την αξιοπιστία να χειρίζονται χρήματα» και να έχουν «κάποιο επίπεδο κουλτούρας».

Κατά τη γνώμη του, αυτές οι απαιτήσεις δεν αντισταθμίζονται από «μια προστιθέμενη αξία στη ζωή των ανθρώπων, όπως ένας αξιοπρεπής μισθός».

Το πρόβλημα εντείνει η απελευθέρωση επαγγελμάτων

«Τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να απελευθερώνουμε τις θέσεις εργασίας. Όχι μόνο τη διοίκηση ξενοδοχείων αλλά και όλες τις άλλες, με την κατάργηση των επαγγελματικών αδειών, εξήγησε ο Raul Ribeiro Ferreira.

Αυτό έχει δημιουργήσει κάποια δυσφορία όσον αφορά στην ορατότητα. Και δίνει την ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να καλύψει αυτές τις θέσεις».

Είπε επίσης ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να επεκταθεί σε σερβιτόρους, οικονόμους, εργαζόμενους στην καθαριότητα δωματίων ή άλλους.

Απορρόφηση του δυναμικού φιλοξενίας σε άλλους τομείς

Υπάρχει «απορρόφηση ανθρώπινου δυναμικού σε άλλους τομείς», προσθέτει. Όπως στα ιδιωτικά νοσοκομεία, που «σήμερα διαθέτουν χώρους υποδοχής με προσωπικό, σαν ξενοδοχεία».

Στη Λισαβόνα, ορισμένα νοσοκομεία «διαθέτουν 30 χώρους υποδοχής, με επτά ή οκτώ υπαλλήλους».
Επιπλέον, υπάρχει ανταγωνισμός από τη διεθνή αγορά, όπως συμβαίνει και με τις κρουαζιέρες.

Επίσης, πολλοί φοιτητές από τουριστικά κολέγια καταλήγουν να εργαστούν στο εξωτερικό. Μια και εκεί έχουν περισσότερες πιθανότητες να προαχθούν, προσθέτει.

«Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ειδικά λόγω των κανονισμών, οι φοιτητές πρέπει να συμμετέχουν σε πρακτική άσκηση εκτός της χώρας, τόνισε.

Τα περισσότερα κολέγια έστειλαν -εκτός από την πανδημία- σχεδόν το 70% των φοιτητών τους σε προγράμματα διεθνοποίησης, κάτι που είναι θετικό.

Αλλά υπάρχει και το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με μεγάλα ξενοδοχεία. Αν σκεφτείτε ότι το μέσο ξενοδοχείο της Πορτογαλίας δεν έχει 50 δωμάτια, μπορείτε να δείτε ότι ένας φοιτητής που τελειώνει το πτυχίο του και γίνεται ρεσεψιονίστ έχει σχετικά λίγες ελπίδες να ανέβει στην καριέρα του.

Στην Πορτογαλία, από 2.000 περίπου ξενοδοχεία, υπάρχουν 2.000 περίπου μάνατζερ, 2.000 περίπου σεφ κλπ. Δεν μπορούν να περιμένουν 30 χρόνια για να πάρουν τη δουλειά, οπότε φεύγουν».

Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο θεωρεί ότι υπάρχει τόσο μεγάλο εργατικό δυναμικό που εκτρέπεται σε ξενοδοχεία στο εξωτερικό με 500 ή 600 δωμάτια.
Ακόμα και σε προορισμούς όπως το Ντουμπάι ή το Μακάο, «όπου υπάρχουν ξενοδοχεία με 5000 δωμάτια», που απασχολούν 400 σεφ, για παράδειγμα.

Πολλοί εργαζόμενοι άλλαξαν επάγγελμα

Όπως αρκετοί ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, ο πρόεδρος της ADHP παραδέχεται επίσης ότι, όταν τα ξενοδοχεία άνοιξαν ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δεν υπήρχε αρκετό ανθρώπινο δυναμικό «για να χειριστεί αυτή την ξαφνική ανάπτυξη. Πολλοί εργαζόμενοι άλλαξαν επάγγελμα, λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας».

Υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει ακόμη αγορά ξένων επισκεπτών, των οποίων οι αφίξεις είναι «σχεδόν στάσιμες».
Στη συνέχεια, μεταξύ των ανοιγμάτων της αγοράς και κάποιων οπισθοδρομήσεων, όπως αυτή που βιώθηκε με την αύξηση των νέων κρουσμάτων COVID-19, υπάρχει ένα δύσκολο ζήτημα προς διαχείριση, παραδέχεται.