Για άλλη μια φορά η τουριστική Ελλάδα γίνεται ‘στόχος’ επενδυτικών funds που επιθυμούν να εξετάσουν την συμμετοχή τους σε διάφορους τομείς του τουρισμού. Το γιατί αυτό το ενδιαφέρον εκδηλώνεται αυτή την στιγμή είναι αυτονόητο και από ότι φαίνεται το ενδιαφέρον αυτό θα κλιμακωθεί προς το τέλος του έτους. Λόγω της οικονομικής συγκυρίας θεωρείται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται θα έχει αποτέλεσμα και πολύ σύντομα θα μπορούμε να δούμε νέα επιχειρηματικά σχήματα σε συγκεκριμένους τομείς/τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης και νέα έργα στην ευρύτερη τουριστική δραστηριότητα.

Εκτός της συγκυρίας, κίνητρο για το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών είναι και η δηλωμένη (για άλλη μια φορά) πρόθεση της κυβέρνησης για την δημιουργία μιας ευέλικτης διαδικασίας που θα βοηθά τον υποψήφιο επενδυτή στην κατανόηση των δεδομένων αρχικά και στην συνέχεια θα του επιτρέπει χωρίς γραφειοκρατικά κολλήματα την υλοποίηση του έργου. Φυσικά και η προσπάθεια για ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, αλλά και την διαφάνεια των συναλλαγών (που έχει υποσχεθεί επίσης η κυβέρνηση) θα βοηθήσουν αρκετά.

Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών εστιάζεται στην ξενοδοχία κυρίως για την εξαγορά μεγάλων κυρίως συγκροτημάτων που υποχρεωτικά θα μπουν σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και επέκτασης, καθώς επίσης και για νέα projects μέσω παραχώρησης εκτάσεων προς αξιοποίηση. Επιλεκτικό επίσης είναι το ενδιαφέρον τους για τομείς των μεταφορών και των τουριστικών υποδομών (υδροπλάνα, ακτοπλοΐα, λιμάνια, αεροδρόμια, κλπ).

Στο ‘σκόπευτρο’ των ξένων επενδυτών υπάρχουν περιοχές της χώρας που κυρίως θεωρούνται τουριστικά αναπτυγμένες όπως τα νησιά Κρήτη, Ρόδος, Μύκονος, Σαντορίνη, κλπ, περιοχές της ενδοχώρας όπως η Χαλκιδική, η Ανατολική και Δυτική Πελοπόννησος, ιδιωτικά νησιά, κλπ. Αναλόγως των κινήτρων που θα δοθούν μπορεί το ενδιαφέρον τους να μετατοπισθεί και σε λιγότερο αναπτυγμένες τουριστικά περιοχές της χώρας (π.χ. Θράκη, Θεσσαλία, Ήπειρος, κλπ).

Τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την υλοποίηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος θα είναι η τόνωση της τοπικής οικονομίας (οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη), των κρατικών εσόδων μέσω της φορολογίας, αναβάθμιση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, βελτίωση του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους επισκέπτες, κλπ. Υπάρχουν όμως και αποτελέσματα που θα προβληματίσουν όπως η μεγέθυνση των μεγεθών της προσφοράς κλινών, του πιθανού κορεσμού περιοχών, της απαξίωσης περιοχών και υποδομών που δεν θα έχουν ενδιαφέρον, πιθανή περιβαλλοντική επιβάρυνση από την απαξίωση υφισταμένων υποδομών και την δημιουργία νέων, κλπ.

Συνηθισμένη πρακτική διεθνώς είναι να υπάρχει ένα ξεκάθαρο και διαφανές πλαίσιο προσέλκυσης ξένων επενδυτών (ακολουθώντας ότι ισχύει στην Ε.Ε. και ΗΠΑ). Θα πρέπει να γίνει κατανοητή η διαδικασία επιλογής επενδυτικών ευκαιριών από την πλευρά των ξένων funds και με γνώμονα αυτό να γίνει αντίστοιχα ο σχεδιασμός από την πλευρά της κυβέρνησης έτσι ώστε να υλοποιηθούν οι επενδυτικές προτάσεις.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι στην φάση που βρίσκεται η χώρα, μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρείται στα λεγόμενα distressed assets της δημόσιας περιουσίας κυρίως και σε δεύτερο λόγο και μεγάλα ιδιωτικά έργα σε καθεστώς ‘πίεσης’ λόγω κακής διαχείρισης, υπερβολικής δανειοδότησης, κλπ. Από την πλευρά του ο υποψήφιος επενδυτής για κάθε επενδυτική πρόταση ζητάει υποχρεωτικά ένα ρεαλιστικό business plan που θα περιέχει και την στρατηγική ανάπτυξης του έργου, due diligence για την ακεραιότητα των οικονομικών στοιχείων και φυσικά οικονομικά στοιχεία για την περαιτέρω ανάπτυξη του έργου. Φυσικά τέλος, αναμένει τις ‘καλές’ προθέσεις της κυβέρνησης για ένταξη σε κάποιο αναπτυξιακό πλαίσιο της επένδυσης, κλπ.

Συμπερασματικά, θα πρέπει επιτέλους να γίνει η χώρα ανταγωνιστική και στην προσέλκυση ξένων επενδυτών που η παρουσία τους στην χώρα θεωρείται και σαν ‘ψήφος εμπιστοσύνης’ για την ανάπτυξη της χώρας με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει από την πλευρά των ωφελημάτων για την χώρα.

Εν αναμονή λοιπόν…

Χρήστος Νικολαϊδης