Σύνταξη: tourismtoday.gr
Αρνητικό είναι για τη χώρα μας το εμπορικό ισοζύγιο γαλακτοκομικών προϊόντων Ελλάδας-Ολλανδίας, με την τελευταία, ωστόσο, να έχει αναδειχθεί σε μία σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές φέτας.
Αυτό απποτυπώνεται σε έρευνα του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Χάγη με τίτλο «Η αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ολλανδία».
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έκθεση, το εμπορικό ισοζύγιο γαλακτοκομικών προϊόντων Ελλάδας-Ολλανδίας είναι ιδιαιτέρως αρνητικό για τη χώρα μας, σε αντίθεση από ό,τι συμβαίνει για παράδειγμα με το εμπορικό μας ισοζύγιο γαλακτοκομικών προϊόντων με τη Γερμανία, το οποίο είναι μεν αρνητικό για τη χώρα μας αλλά με μικρή απόκλιση, καθώς οι εξαγωγές και εισαγωγές τυροκομικών προϊόντων μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας είναι μάλλον σε ισορροπία.
Τα σημαντικότερα εισαγόμενα ελληνικά γαλακτοκομικά προϊόντα
Για την Ολλανδία, όμως, τα σημαντικότερα εισαγόμενα ελληνικά γαλακτοκομικά προϊόντα είναι η φέτα και το γιαούρτι. Άλλα εισαγόμενα είδη τυριού από την Ελλάδα στην Ολλανδία, εκτός της φέτας, είναι το κεφαλοτύρι, η γκούντα, η κεφαλογραβιέρα και το κασέρι.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων «TradeMap», η Ολλανδία ήταν η 10η σημαντικότερη χώρα για την εξαγωγή τυριών από την Ελλάδα το 2020.
Οι ολλανδικές εισαγωγές τυριών από την Ελλάδα ανήλθαν σε 12 εκατ. ευρώ το 2020, γεγονός που σημαίνει αύξηση κατά 27,5% σε σύγκριση με το 2019. Από τη βάση δεδομένων TradeMap φαίνεται ότι το ελληνικό μερίδιο των ολλανδικών εισαγωγών τυριών και στάρπης (σ.σ. τυρόπηγμα) ήταν περίπου 0,98% το 2020.
Ποσοστό περίπου 75%-80% των εισαγωγών τυριών από την Ελλάδα είναι φέτα. Συγκριμένα, το 2020 εισήχθησαν 2.121,9 τόνοι τυριού από την Ελλάδα, εκ των οποίων οι 1.586,8 τόνοι ήταν φέτα. Η Ολλανδία επίσης εισάγει μεγάλες ποσότητες φέτας από γειτονικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Δανία.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η επανεισαγόμενη από άλλες χώρες φέτα στην Ολλανδία είναι φθηνότερη από τη φέτα που εισάγεται απευθείας από την Ελλάδα. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τη μείωση του μεριδίου φέτας που εισάγεται απευθείας από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Λόγω πιθανών πλεονεκτημάτων οικονομίας κλίμακας, η φέτα εισάγεται επίσης σε μεγάλες ποσότητες μέσω της Γερμανίας.
Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές της Ελλάδας από Ολλανδία, η Ολλανδία είναι ο δεύτερος προμηθευτής γαλακτοκομικών προϊόντων για την Ελλάδα. Τα σημαντικότερα τυριά που εισάγουμε από τη συγκεκριμένη χώρα περιλαμβάνουν τα γκούντα και ένταμ.
Οι προοπτικές
Παρά τη διαθεσιμότητα της ελληνικής φέτας στην Ολλανδία, τα ελληνικά τυριά έχουν ακόμα πολύ έδαφος για να κερδίσουν.
Δεδομένης της εικόνας της ελληνικής φέτας ως ενός υγιεινού προϊόντος σε συνδυασμό με την τάση προς πιο υγιεινή διατροφή στην Ολλανδία, η ζήτηση φέτας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω μέσα στα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Ολλανδική Στατιστική Υπηρεσία, η Ολλανδία πραγματοποιεί όλο και περισσότερες εισαγωγές από την Ελλάδα. Μάλιστα στην κατηγορία «τρόφιμα», η αξία των εισαγωγών από την Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με πριν από δεκαπέντε έτη. Το 2020, τα ελληνικά προϊόντα στον τομέα τροφίμων σημείωσαν ρεκόρ εξαγωγών προς την Ολλανδία φθάνοντας σχεδόν στα 160 εκατ., εκ των οποίων τα γαλακτοκομικά προϊόντα ήταν αξίας 17 εκατ. ευρώ. Πιο συγκριμένα, οι εισαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων από την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 183% από το 2012 έως το 2020.
Στα σούπερ μάρκετ, οι επωνυμίες φέτας «Δωδώνη» και «Σαλάκης» είναι καλά εδραιωμένες, αφήνοντας λίγο χώρο για άλλες επωνυμίες φέτας σε αυτό το στάδιο. Σε γενικές γραμμές, οι λοιπές ποικιλίες ελληνικών τυριών δεν είναι διαθέσιμες στα ολλανδικά σούπερ μάρκετ, αφήνοντας έτσι χώρο για νεοεισερχόμενους στην αγορά.
Το πρόβλημα
Βέβαια, ένα βασικό πρόβλημα εν γένει για τους Έλληνες εξαγωγείς είναι η δυσκολία τους να ανταποκριθούν στα μεγάλα μεγέθη της πολύ ανταγωνιστικής ολλανδικής αγοράς. Είναι συνεπώς αναγκαίο οι Έλληνες εξαγωγείς γαλακτοκομικών προϊόντων να έχουν υπόψη ότι ιδιαίτερα τα ολλανδικά σούπερ μάρκετ απαιτούν μεγάλες ποσότητες ενός προϊόντος και συνέπεια στους χρόνους παράδοσης. Λόγω των προαναφερθέντων, είναι σημαντικό για τους Έλληνες παραγωγούς του κλάδου να δημιουργήσουν μια κατάλληλη στρατηγική για την είσοδο στη χώρα.
Λόγω της υψηλής ποιότητας των ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων και, παράλληλα, του βαθμού στον οποίο είναι προσιτά λόγω τιμής, τα ελληνικά προϊόντα θα μπορέσουν να αποκτήσουν έναν πιο σημαντικό ρόλο στην αγορά «delicatessen» και «premium products». Επίσης, τα βιολογικά τυριά θα μπορέσουν να βρουν χώρο σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων. Οι πελάτες βιολογικών καταστημάτων γενικά έχουν μεγαλύτερη προθυμία να πληρώσουν για την ποιότητα ενός προϊόντος. Επί του παρόντος, το μερίδιο αγοράς των βιολογικών προϊόντων στην Ολλανδία δεν έχει φτάσει στο ύψος του μεριδίου γειτονικών χωρών όπως η Γερμανία.