του Χάρη Ντιγριντάκη

 

 

Χρονιά ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό αναμένεται να είναι το 2019. Μετά από 5 έτη συνεχούς ανόδου οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τον κλάδο έχουν πληθύνει αφενός μετά την ανάκαμψη των μουσουλμανικών προορισμών με επίκεντρο την Τουρκία και αφετέρου λόγω των άσχημων εντυπώσεων που έχει προκληθεί σε αρκετούς τουρίστες ο κορεσμός ελληνικών τουριστικών περιοχών της περίοδο Ιουλίου Αυγούστου.

Η Αίγυπτος μετά το πρόσφατο τρομοκρατικό κτύπημα επανήλθε στο κάδρο των επικίνδυνων προορισμών, όμως η διατήρηση υψηλής φορολογίας καθώς και ο επιδερμικός έλεγχος των βραχυχρόνιων μισθώσεων από πλευράς πολιτείας καθιστούν την επόμενη ημέρα του ελληνικού τουρισμού αβέβαια.

Όπως επισημαίνει στον ΕΤ της Κυριακής η υπουργός Τουρισμού κα Έλενα Κουντουρά, παρότι είναι νωρίς για ασφαλείς προβλέψεις, τα πρώτα μηνύματα είναι ενθαρρυντικά για τη νέα χρονιά.

«Οι προκρατήσεις ξεκίνησαν με νέα αύξηση σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, και η τουριστική ζήτηση για την Ελλάδα παραμένει ισχυρή σε όλες τις βασικές μας αγορές.

Στο πλαίσιο των στρατηγικών συνεργασιών μας στο εξωτερικό, διεκδικούμε νέα αύξηση στα τουριστικά μας μερίδια το 2019 και την ένταξη νέων ελληνικών προορισμών στα προγράμματά των ξένων ταξιδιωτικών ομίλων και των αεροπορικών εταιρειών» σημειώνει και προσθέτει :

«Υλοποιούμε νέο ενισχυμένο πρόγραμμα παγκόσμιας τουριστικής προώθησης και προβολής στις παραδοσιακές και νέες αγορές επισκεπτών υψηλής αγοραστικής δύναμης που ανοίξαμε. Προτάσσουμε τις αυθεντικές εμπειρίες διακοπών που αποτελούν παγκόσμια τάση, και όπου η χώρα μας μπορεί να ηγηθεί όλα τα επόμενα χρόνια.

Επιδιώκουμε η Ελλάδα να καθιερωθεί στη συνείδηση των ταξιδιωτών ως η μόνη πολυνησιακή χώρα στην Ευρώπη με περισσότερες από 100 επιλογές προορισμών στα νησιά και την ενδοχώρα. Προωθούμε νέα δυναμικά πακέτα διακοπών που συνδυάζουν δημοφιλείς και λιγότερο γνωστούς «δορυφόρους» προορισμούς, που εμπλουτίζουν την τουριστική μας προσφορά.

Δίνουμε έμφαση στην υψηλή ποιότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα, όπως επίσης και στην εξαιρετική σχέση ποιότητας-τιμής.

Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντική η συμβολή του ιδιωτικού τομέα, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα που αντιμετώπισαν άλλοι δημοφιλείς ευρωπαϊκοί προορισμοί, όπου η ευκαιριακή εκτόξευση των τιμών, οδήγησε στην ανακοπή της τουριστικής δυναμικής τους το 2018».

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ κ. Γιάννη Ρέτσο οι τουριστικοί επιχειρηματίες έχουν προετοιμαστεί, προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στον συνεχώς αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό.

«Ωστόσο, παραμένει μία σειρά από ζητήματα που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπισθεί, επιβαρύνοντας την τουριστική δραστηριότητα. Ενδεικτικά, στις παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσουν τις εξελίξεις περιλαμβάνονται η διαρκώς αυξανόμενη άνευ κανονιστικού πλαισίου προσφορά των ακινήτων που διατίθενται για βραχυχρόνιες μισθώσεις, η υπερφορολόγηση του τομέα και η έλλειψη ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τον τουρισμό», τονίζει ο πρόεδρος του Συνδέσμου και επισημαίνει «Σύμφωνα με μελέτες του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ) οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με 6 έως 7 μονάδες υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ, σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των άμεσα ανταγωνιστικών χωρών».

Μικτά ανάλογα με τους προορισμούς είναι τα μηνύματα για τη σεζόν του 2019 σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος κ. Αλέξανδρο Βασιλικό ο οποίος βρίσκει ανησυχητικό πως άμεσοι ανταγωνιστές μας, όπως η Τουρκία εμφανίζονται να αυξάνουν σταθερά τις προκρατήσεις τους.

«Επιπλέον, ο τουρισμός είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο προϊόν στις διακυμάνσεις των συνθηκών. Το Brexit, η συνολικότερη οικονομική ανασφάλεια στην Ευρώπη αλλά και οι γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή μας, δημιουργούν ψυχολογία αναμονής.

Περιμένουμε ασφαλώς να δούμε πως θα διαμορφωθούν οι τάσεις μέσα στο επόμενο τρίμηνο, ωστόσο η ανησυχία μας θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και αντί της εφησυχαστικής πεπατημένης να κοιτάξουμε πως θα ανοίξουμε νέους δρόμους προσαρμογής στα νέα δεδομένα, φέροντας στο επίκεντρο την ανταγωνιστικότητά μας» προσθέτει ο πρόεδρος του ΞΕΕ σημειώνοντας πως η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού ξενοδοχείου βρίσκεται σε πτώση εξαιτίας των δυσθεώρητων φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών που σηκώνει και δεν του επιτρέπουν να έχει την ευελιξία εκείνη που απαιτούν οι σημερινές συνθήκες.

Καταλήγοντας αναφέρει «Θα μιλούσαμε με διαφορετικούς όρους καταργώντας τον παράλογο φόρο διαμονής, χαμηλώνοντας τον ΦΠΑ, εξορθολογίζοντας τις εισφορές. Το ξενοδοχείο είναι ο πνεύμονας του ελληνικού τουρισμού.

Αν δεν πάρει ανάσα, ο τουρισμός κινδυνεύει με ασφυξία.
Ζούμε, επίσης, τον αθέμιτο ανταγωνισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων, οι οποίες επί της ουσίας παραμένουν ανεξέλεγκτες ακόμη».

Άνοδος 10% στις τουριστικές εισπράξεις το 10μηνο

Πάντως αρωγός στην άνθιση του ελληνικού τουρισμού και το 2018 αποδεικνύεται η Γερμανία. Και τούτο διότι σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος κατά το πρώτο 10μηνο οι εισπράξεις από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 13,6% και διαμορφώθηκαν στα 2.839 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν κατά 5,% και διαμορφώθηκαν στα 935 εκατ. ευρώ.

Οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης μειώθηκαν κατά 6,1% και διαμορφώθηκαν στα 1.901 εκατ. ευρώ. Από τις χώρες εκτός της ΕΕ-28, μείωση κατά 20,0% παρουσίασαν οι εισπράξεις από τη Ρωσία, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 328 εκατ. ευρώ, ενώ αυτές από τις ΗΠΑ σημείωσαν αύξηση κατά 25% και διαμορφώθηκαν στα 975 εκατ. ευρώ.

Εν συνόλω την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν αύξηση κατά 9,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017 και διαμορφώθηκαν στα 15.614 εκατ. ευρώ.

H αναρρίχηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων οφείλεται στην άνοδο της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης κατά 15,6%, καθώς και στην αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι κατά 16 ευρώ ή 3,4%.

Οι καθαρές εισπράξεις από την παροχή ταξιδιωτικών υπηρεσιών συνέβαλαν με ποσοστό 69,7% στο σύνολο των καθαρών εισπράξεων από υπηρεσίες και αντιστάθμισαν κατά 51,9% το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών.

Τέλος η ταξιδιωτική κίνηση μέσω αεροδρομίων αυξήθηκε κατά 12,0%, ενώ αυτή μέσω οδικών σταθμών αυξήθηκε κατά 40,0%.