Σύνταξη: tourismtoday.gr
Πολλές ταξιδιωτικές εταιρείες παραβιάζουν τους διεθνείς νόμους περί προστασίας δεδομένων χωρίς να το γνωρίζουν, επισημαίνει νέα έκθεση της Compliant.
Η έκθεση προειδοποίησε ότι οι εταιρείες πρέπει να εξισορροπήσουν την αυξανόμενη ζήτηση δεδομένων με τις αυξανόμενες προσδοκίες των καταναλωτών για διαφάνεια, επιλογή και έλεγχο.
«Η έλλειψη διαφάνειας στην αλυσίδα εφοδιασμού ψηφιακών μέσων σημαίνει ότι οι ταξιδιωτικές εταιρείες έχουν περιορισμένη ορατότητα των διαμεσολαβητών που λειτουργούν στις ή μέσω των ιστοσελίδων τους, καθιστώντας τον συνεχή εντοπισμό και διαχείριση παράνομων και ανήθικων πρακτικών δεδομένων σημαντική πρόκληση, επισημαίνει ο Jamie Barnard, διευθύνων σύμβουλος της Compliant.
Τα αποτελέσματα είναι μια κλήση αφύπνισης για τον κλάδο, με ταξιδιωτικές μάρκες και εκδότες να εκτίθενται σε ρυθμιστικούς κινδύνους και κινδύνους φήμης».
Ο ρυθμιστικός έλεγχος έχει ενταθεί στο ψηφιακό μάρκετινγκ, θέτοντας τη συμμόρφωση με το απόρρητο στην κορυφή της ατζέντας.
Οι Ευρωπαίοι έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες για να μειώσουν τον αριθμό των μεταπωλητών δεδομένων στους ιστότοπους τους από τότε που θεσπίστηκε ο GDPR.
Ωστόσο οι ταξιδιωτικοί ιστότοποι κατά μέσο όρο εξακολουθούν να περιέχουν πολλούς μη εξουσιοδοτημένους μεταπωλητές δεδομένων, σύμφωνα με την Compliant.
Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση «η αλλαγή στη ρυθμιστική επιβολή σημαίνει ότι οι αποτυχίες συμμόρφωσης αντιμετωπίζονται με επιθετικά πρόστιμα.
Μέχρι σήμερα, έχουν επιβληθεί περισσότερα από 1,7 δις ευρώ σε πρόστιμα GDPR, με πρόστιμα να αυξάνονται κατά 40% το 2020-21.
Οι αρχές προστασίας δεδομένων ξεκίνησαν με τη μεγάλη τεχνολογία, προτού προχωρήσουν στην τεχνολογία adtech. Τώρα το βλέμμα τους είναι σε επιχειρήσεις σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των ταξιδιών.
Τα πρόστιμα αντιπροσωπεύουν μόνο ένα κλάσμα του πραγματικού κόστους για τις επιχειρήσεις, έρευνες, εξωτερικές νομικές αμοιβές, βελτιωμένα μέτρα ασφαλείας, χαμένα δεδομένα, ενώ υπάρχει ζημιά στη φήμη και απώλεια εμπιστοσύνης των εργαζομένων».