«Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να δρουν εγκαίρως και εκ των προτέρων, με αποφασιστικές, ισορροπημένες και καλοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίων παραχωρήσεων.»

Αυτό δήλωσε μεταξύ άλλων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο Πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε χθες Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου.

Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, τοποθετήθηκε επίσης ο Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός του Υπουργείου Στέγασης, Αστικής Ανάπτυξης και Δόμησης, νέος Εντεταλμένος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας για την Ελληνογερμανική Συνέλευση, κ. Sören Bartol, ο οποίος σημείωσε ότι υποστηρίζει την ανάπτυξη συνεργασιών στην τοπική κοινωνία, σε Γερμανία και Ελλάδα.

Σε παρέμβαση του ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει μεγάλο έδαφος θετικής συνεργασίας και προσέλκυσης γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα και η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κα Νίκη Κεραμέως επισήμανε ότι επιδίωξη του Υπουργείου είναι η ανάπτυξη εξωστρέφειας με χώρες που κατέχουν μακρά ιστορία στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, όπως η Γερμανία.

Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του με τίτλο «Προκλήσεις για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία» ο Διοικητής της Τ.τ.Ε., κ. Γιάννης Στουρνάρας, τόνισε ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε συλλογικά στην ευρωζώνη είναι να κάνουμε πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις και με καθυστέρηση».

Όπως υπογράμμισε, οι αλλαγές αυτές θα καταστήσουν τις οικονομίες μας πιο ανθεκτικές, θα προσδώσουν μεγαλύτερη αποδοχή στο ευρώ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και θα θέσουν τα θεμέλια για βιώσιμη και διαρκή ευημερία όλων των πολιτών της ευρωζώνης.

Αναφερόμενος στην πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης, σημείωσε ότι «ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και δύσκολος. Οτιδήποτε όμως λιγότερο από αυτό θα οδηγήσει στη σταδιακή περιθωριοποίηση της Ευρώπης και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της».

Σχετικά με τα φλέγοντα ζητήματα της ενεργειακής ασφάλειας και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, υπογράμμισε ότι «η Ευρώπη μάλλον εμφανίζεται να ακολουθεί τις εξελίξεις και δεν αντιμετωπίζει τις ανησυχίες των λιγότερο εύπορων χωρών», για να προσθέσει σε άλλο σημείο της ομιλίας του ότι «το διακύβευμα είναι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική εξουσία σε ένα πολυπολικό, εξαιρετικά ασύμμετρο και ολοένα πιο ασταθή κόσμο, διατηρώντας ταυτόχρονα μια λειτουργική σχέση μεταξύ παγκόσμιων αγορών και κοινωνικών συμβολαίων.

Αυτό είναι διακύβευμα υψηλό, και όχι μόνο για την Ευρώπη. Μια Ευρώπη σε παρακμή, μια Ευρώπη που περιθωριοποιείται, δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί θεμελιώδη συμφέροντα και αξίες, όπως την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών της» επισήμανε με έμφαση, ενώ σχολιάζοντας την ΟΝΕ, σημείωσε ότι «παρά τα σημαντικά βήματα εξέλιξής της, παραμένει μια ατελής οικονομική ένωση, δηλαδή μια ατελής δημοσιονομική ένωση, μια ατελής τραπεζική ένωση και μια ατελής ένωση κεφαλαιαγορών.

Αυτές οι ατέλειες δημιουργούν σοβαρά προβλήματα και φυγόκεντρες δυνάμεις σε περιόδους κρίσεων, ενισχύοντας τις ασυμμετρίες Βορρά-Νότου».

Όσον αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο κ. Στουρνάρας, υπογράμμισε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταθέσει τις προτάσεις της και είναι, σε γενικές γραμμές, προς τη σωστή κατεύθυνση. Αρκετά κράτη-μέλη έχουν ήδη εκφράσει τις απόψεις τους.

Άλλα όμως όχι. Οι στόχοι μας εδώ θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους για όλα τα κράτη-μέλη, η επίτευξη αντικυκλικότητας της δημοσιονομικής πολιτικής, ένας αξιόπιστος και αυτόματος μηχανισμός κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και η δημιουργία ενός κεντρικού δημοσιονομικού εργαλείου για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που θα ενεργοποιείται για να αντιμετωπίζει συμμετρικούς κλυδωνισμούς».

Για το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι θα πρέπει μετατραπεί σε έναν μόνιμο μηχανισμό που να συνδέει την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής στο κέντρο της ευρωζώνης με κατάλληλους κανόνες, προκειμένου να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος χαλάρωσης της δημοσιονομικής σταθερότητας σε εθνικό επίπεδο.

Συμπλήρωσε ωστόσο ότι, παράλληλα, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η δημιουργία μια μόνιμης δημοσιονομικής ικανότητας θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται με σημαντικές αλλαγές σε επίπεδο οικονομικής διακυβέρνησης, με τα κράτη-μέλη να χάνουν τον έλεγχο δημοσιονομικών εργαλείων στην άσκηση εθνικής πολιτικής.

Στο μεταξύ, ο Διοικητής της Τ.τ.Ε. δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην Ελληνική οικονομία, τονίζοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε θετική αν και σε δύσκολη πορεία και ότι το 2023 θα εξελιχθεί με πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης, κοντά στο 1,5%.

Όμως, η αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων «θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% το 2024 και το 2025» συμπλήρωσε.

Για τις επενδύσεις προέβλεψε ότι θα αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, 10% κατά μέσο όρο, ενώ για τις εξαγωγές αγαθών που επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, ο Διοικητής εκτίμησε ότι «το 2022 και το 2023 θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αν και με αρκετά ηπιότερο ρυθμό. Παράλληλα, όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025».

Αναφερόμενος στον πληθωρισμό ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι για το 2023 και το 2024 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης.

Σε ό,τι αφορά το χρέος της γενικής κυβέρνησης προέβλεψε ότι θα αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Σχολιάζοντας, δε, το ζήτημα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο η επίτευξή του, αφού θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Στο μεταξύ, στο πλαίσιο του δείπνου χαιρετισμό απηύθυνε ο Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός του Υπουργείου Στέγασης, Αστικής Ανάπτυξης και Δόμησης, νέος Εντεταλμένος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας για την Ελληνογερμανική Συνέλευση, κ. Sören Bartol, ο οποίος ευχήθηκε μια υγιή, επιτυχημένη και κυρίως ειρηνική χρονιά, γιατί, όπως είπε, ένας βίαιος πόλεμος, μαίνεται ακόμη στην καρδιά της Ευρώπης.

«Οι ευχές μου είναι όλο και πιο επίκαιρες, καθώς οι φωτογραφίες από τον καταστροφικό σεισμό στην Τουρκία και τη Συρία μας προκάλεσαν βαθιά θλίψη. Η αλληλεγγύη που επέδειξε η Ελλάδα είναι εντυπωσιακή, ενώ έτυχε αναγνώρισης και στη Γερμανία», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενος στο έργο της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης δήλωσε: «Ως ΕΓΣ υποστηρίζουμε την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ δήμων, επαρχιών και περιφερειών και αντιμετωπίζουμε επείγοντα ζητήματα που προκύπτουν στην καθημερινή ζωή στην τοπική κοινωνία σε Γερμανία και Ελλάδα.

Στο δίκτυο της ΕΓΣ, ζητήματα όπως η πολιτική προστασία, η ψηφιοποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η κατάρτιση και περαιτέρω εκπαίδευση, η ανακύκλωση και διαχείριση του νερού συζητούνται ισότιμα μεταξύ των μερών. Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να αναλάβω αυτό το έργο και να του δώσω πνοή».

Εν συνεχεία, αναφέρθηκε στην αγαστή συνεργασία εδώ και αρκετά χρόνια της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης με το Ελληνογερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο η οποία βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Ως Υφυπουργός του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Στέγασης, Αστικής Ανάπτυξης και Δόμησης τόνισε πως τα ζητήματα που απασχολούν το χαρτοφυλάκιο του, όπως «η δημογραφική αλλαγή, η αστική ανάπτυξη, οι φιλικές προς το κλίμα και βιώσιμες κατασκευές, καθώς και η ενεργός συμμετοχή των πολιτών δεν αφορούν μόνο τους δήμους και τις επαρχίες της Γερμανίας, αλλά και τους δήμους και τις περιφέρειες της Ελλάδας».

Στο τέλος του χαιρετισμού του ο κ. Bartol επισήμανε τη σημασία της τοπικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συμμετοχής για την περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας.

«Η υλοποίηση κοινών έργων, σπάνια επιτυγχάνεται χωρίς οικονομικά ισχυρούς εταίρους. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και η προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής αποτελεί σημαντικό μέλημα της ΕΓΣ. Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, αναμένω με χαρά τις μελλοντικές ανταλλαγές και συνεργασίες», είπε χαρακτηριστικά.

Στο μεταξύ, στο πλαίσιο παρέμβασης που έκανε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Υπουργός Ανάπτυξης και επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «για πολλά χρόνια η Γερμανία ήταν ο πρωταθλητής των επενδύσεων στην Ελλάδα. Παραμένει η πρώτη χώρα στις επενδύσεις στην Ελλάδα.

Εγώ, ως Υπουργός Ανάπτυξης, καλωσορίζω όλες τις επενδύσεις. Όταν με το καλό ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι εκ νέου αυτοδύναμος Πρωθυπουργός, με τον νέο Υπουργό Ανάπτυξης, όποιος και αν είναι αυτός, θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια, με διαδοχικά ταξίδια στη Γερμανία, καθώς υπάρχει μεγάλο έδαφος θετικής συνεργασίας και προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα.

Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο έχει τη τεχνογνωσία να κάνει τη δουλειά και να ανοίξει τις κατάλληλες πόρτες, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στην πατρίδα μας, που τόσο πολύ τις έχει ανάγκη».

Παρέμβαση έκανε και η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κα Νίκη Κεραμέως, η οποία επισήμανε: «Θεμελιώδης αρχή της μεταρρύθμισης, που έχουμε επιφέρει στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση είναι η προαγωγή της εξωστρέφειας, με στόχο την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και καλών πρακτικών με χώρες που κατέχουν μακρά ιστορία και πολύτιμη εμπειρία στην ΕΕΚ, όπως η Γερμανία.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία μας με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο συμβάλλει στη δημιουργία συμπράξεων, το σχεδιασμό και υλοποίηση προγραμμάτων και επιμορφωτικών δράσεων, την καλύτερη σύνδεση του εθνικού συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».

Ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, κ. Βασίλειος Γούναρης, κατά τον σύντομο χαιρετισμό του τόνισε ότι στην προσπάθεια της Ελλάδας να διατηρήσει το ΑΕΠ θετικό, η συμμετοχή της Γερμανίας είναι πρωταγωνιστική, καθότι διαθέτει σημαντική διείσδυση με τις επενδύσεις της σε όλους τους βασικούς τομείς της αγοράς, με χαρακτηριστικότερους την «πράσινη» ενέργεια, την κυκλική οικονομία, το R&D και τις νέες τεχνολογίες, τις τηλεπικοινωνίες, τη φαρμακοβιομηχανία, τις ασφάλειες, το οργανωμένο λιανεμπόριο, τον τουρισμό, τα logistics, το real estate, τις υποδομές και την αγροδιατροφή.

«Το επενδυτικό τέμπο θα συνεχιστεί και φέτος, αλλά και τα επόμενα χρόνια, καθότι η ελληνική οικονομία, λογίζεται για τους Γερμανούς επενδυτές ένας ελκυστικός προορισμός» ανέφερε ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, για να προσθέσει ότι «η Ελλάδα διαθέτει, σήμερα, όλους τους αναγκαίους μηχανισμούς χρηματοδότησης του επιχειρείν, με βασικότερους το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, αλλά και ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο με κύριους πυλώνες τον νέο αναπτυξιακό νόμο και τον νόμο για τις στρατηγικές και εμβληματικές επενδύσεις.

Παράλληλα», όπως είπε, «το δημόσιο ψηφιοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θυμίζω ότι περί τις 1.500 διαδικασίες εκτελούνται πλέον μέσω διαδικτύου, ενώ αισθητή είναι και η επιτάχυνση των χρόνων απονομής της δικαιοσύνης».

Νωρίτερα, ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος ΔΣ του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, στο σύντομο χαιρετισμό του τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «η ελληνική οικονομία, αν και σήμερα αντιμετωπίζει την τρίτη σε σειρά κρίση κατάφερε να ανταπεξέλθει μέσα από μια συνολική προσπάθεια, στην οποία συμμετείχε σύσσωμο το εγχώριο επιχειρείν, έχοντας ως σύμμαχό του το ξένο επενδυτικό κοινό.

Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο συμμεριζόμενο την κρισιμότητα της περιόδου, ενέτεινε καθ΄ όλη τη διάρκεια του 2022 τις πρωτοβουλίες του και θα επιμείνει και φέτος, αλλά και το 2024, οπότε θα εορτάσει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, αλλά και στα χρόνια που θα επακολουθήσουν, ώστε Ελλάδα και Γερμανία να δράσουν με πνεύμα συνεργατικότητας, σύμπνοιας και αλληλεγγύης, με κοινές στοχεύσεις στον ευρύτερο χώρο της οικονομίας».