του Χάρη Ντιγριντάκη
Στα όριά τους, ώθησε όλα τα συστήματα υγείας η πανδημία της COVID-19, αποκαλύπτοντας και επιδεινώνοντας σοβαρά υποκείμενα προβλήματα και ελλείψεις του ελληνικού δημοσίου. Είναι κοινός τόπος ότι στην Ελλάδα αυτά αναδείχθηκαν πιο έντονα, προερχόμενα από την υποχρηματοδότηση και τις στρεβλώσεις δεκαετιών. Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα επιβαρύνεται περισσότερο από πρωτόγνωρες προκλήσεις, όπως η συνεχής γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση των χρονίως πασχόντων, οι περιορισμένοι πόροι στην πρόληψη, η παχυσαρκία (η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ τα παιδιά στην Ελλάδα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ευρώπη), το κάπνισμα (η Ελλάδα είναι δεύτερη στην Ευρώπη), αλλά και απειλές όπως η μικροβιακή αντοχή και η κλιματική αλλαγή, οδηγούν στην αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας και νέες θεραπείες.
Μαζί με τα προβλήματα, όμως, αναδείχθηκε και η υποχρέωση να θωρακιστεί το σύστημα υγείας, προκειμένου αφενός να γίνει πιο ανθεκτικό στις σημερινές και τις μελλοντικές προκλήσεις και αφετέρου να στηριχθεί η καινοτομία.
Σύμφωνα με το Γενικό Διευθυντή του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) κ. Μιχάλη Χειμωνά «η φαρμακοβιομηχανία είναι αισιόδοξη για ένα πιο υγιές μέλλον. “Αρκεί τώρα να προτεραιοποιήσουμε την υγεία σε πολιτικό και δημόσιο επίπεδο, ανοίγοντας το δρόμο για να ενδυναμώσουμε το σύστημα υγείας».
Ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εξυγίανσης (λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2010), η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη όλα τα τελευταία χρόνια οριοθετείται από μη ρεαλιστικούς κλειστούς προϋπολογισμούς ενώ δεν ασχολείται καθόλου το κράτος με την ποιότητα (το μίγμα φαρμάκων) και την ποσότητα των φαρμάκων που καταναλώνονται. Στη δημόσια κατά κεφαλή νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη η Ελλάδα υστερεί σημαντικά, κατά -52% και -63% έναντι της Νότιας Ευρώπης (ΝΕ) και της Δυτικής Ευρώπης (ΔΕ) αντίστοιχα. Στη δημόσια κατά κεφαλή εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη η Ελλάδα βρίσκεται στο -12% και -38% έναντι της ΝΕ και ΔΕ (στοιχεία EFPIA). Έτσι η Ελλάδα ξοδεύει πολύ λιγότερα χρήματα για το φάρμακο συγκριτικά με τις χώρες τόσο της Νότιας όσο και της Δυτικής Ευρώπης και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη γίνεται ευκόλως διακριτό ότι δεν επαρκεί να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας. όπως σημειώνει ο κ. Χειμωνάς «τις ανάγκες αυτές τις καλύπτουν οι φαρμακευτικές εταιρείες αφού χρηματοδοτούν την αναπόφευκτη υπέρβαση της δαπάνης, πληρώνοντας υπέρογκα ποσά σε υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις (clawback & rebates), οι οποίες, μάλιστα, είναι διαρκώς αυξανόμενες χωρίς όριο και χωρίς καμία προβλεψιμότητα».
Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΦΕΕ προσθέτει: «η διασφάλιση του μέλλοντος των συστημάτων υγείας ξεκινά με τη χρηματοδότησή τους ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες των χωρών. Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει πλέον να θεωρούν τις δαπάνες για την υγεία ως κόστος ή στόχο για βραχυπρόθεσμο περιορισμό του κόστους, αλλά ως κοινωνική επένδυση τόσο στην ευημερία των πολιτών όσο και στο οικονομικό μας μέλλον. Η Πολιτεία θα πρέπει να επανεξετάσει τη χρηματοδότηση του συστήματος. Άλλωστε, με την πανδημία της COVID-19 όλες οι Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναθεωρούν τα κονδύλια για τη Δημόσια Υγεία. Η καλύτερη υγεία οδηγεί την ευημερία. Οι υγιέστεροι άνθρωποι απολαμβάνουν περισσότερο και πιο παραγωγική εργασιακή ζωή, συνεισφέρουν στην οικονομία, ενώ καταναλώνουν λιγότερες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη».
Τι προτείνει ο ΣΦΕΕ
- Μεταρρυθμίσεις – Ψηφιοποίηση: Ενδυνάμωση του συστήματος υγείας σημαίνει ότι υιοθετούμε τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για το μετασχηματισμό του συστήματος – δηλαδή την ψηφιοποίηση και την καινοτομία που δημιουργεί αξία για τους ασθενείς, τα συστήματα υγείας και την κοινωνία στο σύνολό της.
Όσον αφορά την ψηφιοποίηση, η Ελλάδα απέδειξε ότι μπορεί. Η άυλη συνταγογράφηση και η πλατφόρμα εμβολιασμών είναι δύο μεγάλα έργα που υλοποιήθηκαν γρήγορα και με επιτυχία. Τώρα θα πρέπει να επιταχύνουμε την ολοκλήρωση και άλλων μεταρρυθμίσεων – σχετικά κονδύλια περιλαμβάνονται και στο RRF. Εξαιρετικά σημαντικές είναι: η διεξοδική ψηφιοποίηση όλων των πράξεων και δεδομένων στο σύστημα υγείας και η ουσιαστική λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών που θα κατοχυρώνουν και τη σκοπιμότητά τους. Επίσης, θα πρέπει να επιταχύνουμε την ολοκλήρωση και πλήρη εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και των μητρώων ασθενών, αλλά και τον έλεγχο της συνταγογράφησης. Ο ψηφιακός φάκελος ασθενούς πρέπει να γίνει επιτέλους πραγματικότητα!
- Αύξηση των διατιθέμενων πόρων: Η υγεία τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να συγκεντρώσει σημαντικά αυξημένους πόρους για να μπορεί να παρέχει στους πολίτες τα αναμενόμενα από ένα ευνομούμενο κοινωνικό κράτος. Ειδικά η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί σε ορθολογικό πλαίσιο, δεδομένου πως παραμένει καθηλωμένη στα ίδια περίπου επίπεδα για περισσότερα από 5 χρόνια. Ειδική μέριμνα πρέπει να γίνει για τους ανασφάλιστους, οι οποίοι θα πρέπει να καλύπτονται από κονδύλια της Πρόνοιας. Παράλληλα, πρέπει να προβλεφθούν κονδύλια και για τα νέα καινοτόμα προϊόντα που έρχονται στο άμεσο μέλλον και πρέπει να διασφαλιστεί η πρόσβαση στη καινοτομία αυτή για τους Έλληνες ασθενείς.
- Clawback: Θα πρέπει να γίνει πραγματική μείωση του clawback. Αυτό για τις επιχειρήσεις σημαίνει μείωση της υπερφορολόγησης που υφίστανται σήμερα και αγγίζει το 70% – έχουμε το χειρότερο επίπεδο επιβαρύνσεων σε όλη την Ευρώπη.
Κατά τον κ. Χειμωνά «οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις θα συμβάλλουν σε ένα βιώσιμο δημόσιο σύστημα υγείας με αναβαθμισμένη παροχή φροντίδας στους πολίτες, αλλά και στην αύξηση της δυνατότητας των επιχειρήσεων για περισσότερες επενδύσεις. Αν η Πολιτεία αναγνωρίσει την ασύμμετρη πίεση που ασκεί στον κλάδο και υλοποιήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και ρεαλιστική χρηματοδότηση θα ανοίξει ο δρόμος για πολύ περισσότερες επενδυτικές κινήσεις. Άλλωστε, ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα και πολλές αναπτυξιακές δυνατότητες».
Σύμφωνα με τη γλώσσα των αριθμών το αποτύπωμα της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι ισχυρό στην υγεία, την κοινωνία και την οικονομία. Υπογραμμίζεται πως η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,7 δισ. ευρώ (3,6% του ΑΕΠ) το 2019. Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα 3,3 ευρώ στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 153 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 2,0 δισ. ευρώ (Facts and Figures, ΙΟΒΕ).