Τεράστια κενά, όσο και η απόσταση ανάμεσα στην αρχική συμφωνία των 487 εκατ. ευρώ (600 εκατ. με ΦΠΑ) και στην τελική του 1,115 δισ. ευρώ (1,382 δισ. με ΦΠΑ), παραμένουν στην επίσημη αφήγηση για την υπόθεση της 20ετούς παράτασης της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Η χαώδης διαφορά των σχεδόν 750 εκατ. ευρώ ανάμεσα στην αρχική συμφωνία, που είχε υπογράψει η προηγούμενη διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ τον Σεπτέμβριο του 2017, και στην τελική συμφωνία που προέκυψε σε συνέχεια παρέμβασης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp.), βρίσκεται πλέον ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Χθες κύκλοι της σημερινής διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ έδωσαν τη δική τους εκδοχή, χωρίς να απαντήσουν σε σειρά ερωτημάτων, κάποια από τα οποία έχουν τεθεί και από την αντιπολίτευση. Επέμειναν, μάλιστα, πως δεν έγινε κανένα λάθος στη διαδικασία του διαγωνισμού παρά την τεράστια διαφορά των δύο συμφωνιών, ούτε από τους συμβούλους, ούτε από την προηγούμενη διοίκηση.
Υπενθυμίζεται πως το Euro2day.gr είχε από τον Φεβρουάριο του 2016 μεταφέρει τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί, ακόμα και εντός κυβερνητικών παραγόντων, για τη διαδικασία που προωθούσε η τότε διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ. Είναι γνωστή η αντιπαράθεση μεταξύ του τότε προέδρου του ΔΑΑ Παν. Ρουμελιώτη και της πρώην διοίκησης του ταμείου.
Το σίγουρο είναι πως αυτή τη στιγμή η νέα συμφωνία, που ανεβάζει το τίμημα της 20ετούς παραχώρησης στο 1,382 δισ. ευρώ (με τον ΦΠΑ) βρίσκεται στο γραφείο του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να λάβει την τελική έγκριση και να σταλεί εκ νέου στην DG Comp. Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κωλυσιεργία από πλευράς της διοίκησης και των ιδιωτών μετόχων της Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών (ΔΑΑ), που διαχειρίζεται το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», υπάρχει όρος με βάση τον οποίο από 1/1/2019 το τίμημα θα αυξάνεται κατά 10,3% (σε ετησιοποιημένη βάση, δηλαδή περίπου 400.000 ευρώ ημερησίως) για κάθε ημέρα καθυστέρησης με υπαιτιότητα της ΔΑΑ.
Στόχος της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ είναι να έχει τελειώσει η διαδικασία (ακόμα και η έγκριση της σύμβασης παραχώρησης) μέσα στο έτος. Όμως, στη ΔΑΑ πρέπει να βρουν χρηματοδότηση για το 1,382 δισ. ευρώ που καλούνται να πληρώσουν τώρα, ενώ τα 600.000.000 ευρώ της αρχικής συμφωνίας θα τα κάλυπταν από ίδια κεφάλαια…
Υπενθυμίζεται πως το ΤΑΙΠΕΔ ελέγχει το 30% της ΔΑΑ, το δημόσιο το 25%, επενδυτικά κεφάλαια της καναδικής PSP το 40% (ασκούν και τη διοίκηση) και μέλη της οικογένειας Κοπελούζου το υπόλοιπο 5%.
Η πρώτη συμφωνία για την 20ετή παράταση της σύμβασης παραχώρησης μέχρι το 2046 είχε υπογραφεί τον Σεπτέμβριο του 2017, εν μέσω πανηγυρισμών από την τότε διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ. Ηρθε, όμως, η παρέμβαση της DG Comp και έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε η καταβολή υψηλότερου τιμήματος κατά σχεδόν 750.000.000 ευρώ.
Κύκλοι της σημερινής διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ αποδίδουν την τεράστια διαφορά στο γεγονός πως για την αρχική συμφωνία είχαν χρησιμοποιηθεί δεδομένα (π.χ. για την προβλεπόμενη επιβατική κίνηση του αεροδρομίου) του Δεκεμβρίου 2015, καθώς και πιο επιβαρυντικά στοιχεία για την οικονομία (όπως τα ελληνικά ομόλογα), τα οποία στη συνέχεια βελτιώθηκαν.
Κεντρικό σημείο των απαντήσεων που έδωσαν οι ίδιοι κύκλοι είναι πως «το νέο τίμημα προέκυψε από διαπραγμάτευση που έκανε το ταμείο με τους μετόχους της ΔΑΑ στη βάση των νέων συνθηκών» και πως «στη βάση των τότε συνθηκών σωστά κατατέθηκε η πρώτη συμφωνία στην Κομισιόν».
Κατά τους ίδιους, η διαπραγμάτευση για την 20ετή παράταση με τους μετόχους της ΔΑΑ ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2016 αλλά η συμφωνία έκλεισε τον Μάιο του 2017 και υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, δηλαδή με μεγάλη καθυστέρηση.
Έτσι χρησιμοποιήθηκαν παλιά στοιχεία για την επιβατική κίνηση (σ.σ. που δεν είχαν λάβει υπόψη τους την έκρηξη του τουριστικού ρεύματος προς την Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα).
Στην ερώτηση γιατί δεν αναθεωρήθηκαν τα στοιχεία τον Μάιο του 2017, η απάντηση ήταν πως «δεν μπορούσαμε συνεχώς να μετακινούμε τον πήχη». Πρόκειται για επιχείρημα που δεν φάνηκε πειστικό στις υπηρεσίες της Κομισιόν, οι οποίες ανέβασαν τον πήχη, έστω και αν δεν ήταν αυτές που προκαθόρισαν το τελικό τίμημα.
Το τελικό τίμημα του 1,382 δισ. ευρώ δεν διαμορφώθηκε, φυσικά, με απόφαση της Κομισιόν, αλλά όπως εξηγούν από το ΤΑΙΠΕΔ, «περάσαμε 12 μήνες σε πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις, με διάφορα στάδια. Στη βάση του αρχικού τιμήματος και των νέων συνθηκών που διαμορφώθηκαν, μπήκαμε σε κύκλο διαπραγμάτευσης με τους επενδυτές».
Οι ίδιοι τονίζουν πως «κάποια στιγμή υπήρχε ο κίνδυνος να τιναχθεί όλη η συναλλαγή στον αέρα, γιατί ασκήσαμε πίεση στους μετόχους του ΔΑΑ». Το τελικό τίμημα «ήταν αποτέλεσμα μιας διμερούς διαπραγμάτευσης και θελήσαμε να ξεχειλώσουμε όλα τα περιθώρια, ώστε να νιώσει η Κομισιόν πως δεν υπάρχει κρατική ενίσχυση.
Ποιο όπλο βάλαμε στο τραπέζι; Είπαμε στο αεροδρόμιο και στους μετόχους πως δεν πάει άλλο, τα πράγματα αλλάζουν. ‘Η σταματάμε τις διαπραγματεύσεις και το 2026 να προκηρυχθεί ένας ανοικτός διαγωνισμός για τη διαχείριση του αεροδρομίου ή εκμεταλλεύεστε την υφιστάμενη σύμβαση που είχατε υπογράψει το 1995 και έχετε ρόλο στην περίοδο μετά το 2026».
Πολλοί σύμβουλοι, λάθος στοιχεία
Παρά τις επίμονες ερωτήσεις, τα στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ που επιχείρησαν χθες να απαντήσουν για την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του «Ελευθέριος Βενιζέλος» δεν ξεκαθάρισαν σειρά ζητημάτων. Για παράδειγμα δεν ξεκαθαρίστηκε πότε και με ποιο τρόπο υπήρξε η παρέμβαση της DG Comp. ούτε τι ακριβώς ζήτησαν οι υπηρεσίες της Κομισιόν, ώστε να μη θεωρήσουν την αρχική συμφωνία των 600.000.000 ευρώ (με ΦΠΑ) «παράνομη κρατική ενίσχυση».
Δεν ξεκαθαρίστηκε ποια ακριβώς ήταν η διαφορά π.χ. στις προβλέψεις στην επιβατική κίνηση ανάμεσα στην αρχική συμφωνία και την τελική συμφωνία. Δεν ξεκαθαρίστηκε ποιος ή ποιοι από τη μισή ντουζίνα των συμβούλων του ΤΑΙΠΕΔ για την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης έκανε μια αστοχία 750.000.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους του ΤΑΙΠΕΔ, «ο ανεξάρτητος σύμβουλος, η PwC, ήρθε και πιστοποίησε την ακεραιότητα του οικονομικού μοντέλου (σ.σ. με βάση το οποίο έγινε η αποτίμηση της 20ετούς παράτασης της σύμβασης παραχώρησης) πριν τον Μάιο του 2017». Επιπλέον, «προσλάβαμε έναν τεχνικό σύμβουλο (SDG – Steer Davis Gleave) που ήταν έμπειρος στο θέμα των αεροδρομίων και των υποδομών.
Εχει παράσχει συμβουλές και στο Καστέλι και στους οδικούς άξονες και έχει επιλεγεί από την Κομισιόν ως συνομιλητής και σύμβουλος σε πληθώρα έργων. Ο ρόλος του ήταν να επιβεβαιώσει την αρτιότητα των παραδοχών που εισήχθησαν στο μοντέλο για να βγει το αρχικό τίμημα.
Στη συνέχεια ήρθαν οι αποτιμητές (KPMG, ICF γραφείο Λονδίνου) του Ταμείου που αξιολόγησαν το business plan της επόμενης περιόδου, τις παραδοχές και πάντρεψαν αυτές τις παραδοχές με τα στοιχεία, με βάση το μοντέλο, και έβγαλαν το τίμημα. Τα στοιχεία δόθηκαν από τον χρηματοοικονομικό σύμβουλο, τη Eurobank.
Στο τελικό στάδιο, πάντως, το ταμείο χρησιμοποίησε και τη Nomura, ώστε να πιστοποιήσει το δίκαιο και εύλογο του νέου, κατά πολύ υψηλότερου, τιμήματος του 1,382 δισ. ευρώ. Ανεξάρτητος αποτιμητής στη νέα συμφωνία ήταν η KPMG Advisors A.E., η οποία είχε ρόλο ανεξάρτητου εκτιμητή και στην πρώτη διαδικασία που οδήγησε στο πολύ χαμηλό τίμημα.
Για την ακρίβεια, η Eurobank και η Lamda Infrastructure Finance S.A ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι του ΤΑΙΠΕΔ για τον σκοπό της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης κατά 20 έτη (έως το 2046), ενώ στη δικηγορική εταιρία Ποταμίτης Βεκρής και τη νομική εταιρία Clifford Chance έχει ανατεθεί το έργο του νομικού συμβούλου.
Οι επιχειρηματικές παραδοχές έχουν μελετηθεί από την SDG, εξειδικευμένο τεχνικό σύμβουλο του ΤΑΙΠΕΔ. Το οικονομικό μοντέλο ελέγχθηκε από την PwC.
Το ΤΑΙΠΕΔ είχε ορίσει την KPMG και την ICF ως ανεξάρτητους εκτιμητές της αξίας της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης κατά 20 χρόνια. Στη νέα συμφωνία, η KPMG Advisors A.E. είναι ο ανεξάρτητος αποτιμητής και η Nomura International plc ο πάροχος γνωμοδότησης για το εύλογο και δίκαιο του τιμήματος (fairness opinion).