daa0902Η κυοφορούμενη αντικατάσταση του «Τέλους Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αεροδρομίων» (γνωστού και ως «Σπατόσημου») είναι ένα μεγάλο θετικό βήμα και ανταποκρίνεται σε πάγιο αίτημα του κλάδου Αερομεταφορών στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι η αλλαγή αυτή θα πρέπει να πλαισιωθεί από την εκπόνηση και υλοποίηση μιας νέας στρατηγικής στο χώρο των Αερομεταφορών στην Ελλάδα με στόχο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του κλάδου.

Άρθρο του Π. Καμπούρογλου* στη ”Ναυτεμπορική”

Κατ’ αρχάς μερικά σχόλια για το νέο τέλος: ο ορισμός του στα 12 Ευρώ για τους επιβάτες από/προς την Ε.Ε. και στα 24 Ευρώ από και προς χώρες εκτός Ε.Ε. συνιστά μείωση που κατ’ ουσία αφορά μόνο τους επιβάτες από και προς την ΕΕ και τους επιβάτες εσωτερικών πτήσεων. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί από τη μία διακριτική μεταχείριση για τις πτήσεις εκτός Ε.Ε, από την άλλη άγνωστο παραμένει το ύψος των προσδοκώμενων ετησίων εσόδων από την είσπραξη του νέου Τέλους.

Τα έσοδα από το νέο Τέλος, το οποίο σχεδιάζεται να επεκταθεί στα υπό παραχώρηση αεροδρόμια, έχει στόχο την κάλυψη των συμβατικών αναγκών του ΑΙΑ, των κρατικών αεροδρομίων που δεν θα παραχωρηθούν καθώς και τη δαπάνη χρηματοδότησης των άγονων γραμμών. Το σκεπτικό αυτό, όμως, έρχεται σε αντίθεση με τους νέους κανόνες της Ε.Ε. για τη σταδιακή, με ορίζοντα δεκαετίας, κατάργηση των κρατικών ενισχύσεων στα Αεροδρόμια δια της οποίας επιχειρείται το κλείσιμο αεροδρομίων που δεν είναι βιώσιμα χωρίς κρατικές ενισχύσεις, ώστε να μειωθεί η υφιστάμενη υπερπροσφορά (overcapacity) στον κλάδο των αεροπορικών εταιριών.

Ενόψει και της επικείμενης παραχώρησης των Κρατικών Αερολιμένων σε ιδιώτες, η τιμολογιακή πολιτική θα ήταν σκόπιμο να συνοδευτεί από συνολική αναθεώρηση του τρόπου υπολογισμού των χρεώσεων στα αεροδρόμια της χώρας, ώστε το τέλος να είναι ανταποδοτικό για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τον κάθε αερολιμένα καθώς και το μέγεθός του. Με την προσέγγιση αυτή, τα τέλη θα διαχωρίζονται σε αεροδρομιακά (προσγείωση, απογείωση και στάθμευση αεροσκαφών ή ακόμη και περιβαλλοντικά τέλη), τέλη επιβατών (για τη χρήση των αερολιμενικών εγκαταστάσεων) και άλλα όπως τέλος ασφάλειας. Αυτός ο διαχωρισμός ισχύει άλλωστε και στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ήδη από τη έναρξη λειτουργίας του καθώς και στα περισσότερα ευρωπαϊκά αεροδρόμια.

Είναι επίσης σημαντικό να ληφθεί υπόψη η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος μας, δηλαδή τη ζήτηση για υπηρεσίες υψηλού επιπέδου από τη μία, και τη ζήτηση υπηρεσιών χαμηλού κόστους (low cost) από εκείνο το μερίδιο επισκεπτών που επιλέγει με βάση την τιμή, από την άλλη. Στην κατεύθυνση αυτή τα περιφερειακά μας αεροδρόμια καλούνται να εμπλουτίσουν και να διαφοροποιήσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους σε επιβάτες και χρήστες (π.χ. high end και low cost αεροδρόμια) – άρα και τις σχετικές χρεώσεις – καθώς και να αναπτύξουν την εμπορική εκμετάλλευση των υποδομών τους.

Τέλος, όλες οι χρεώσεις των αερολιμένων θα πρέπει να εγκρίνονται από αρμόδια εποπτική αρχή, – εν προκειμένω από τη Ρυθμιστική Αρχή στην οποία θα αναδιαμορφωθεί η ΥΠΑ – η οποία θα έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις που η διαβούλευση μεταξύ αερολιμένων και αεροπορικών εταιρειών δεν καταλήξει σε αμοιβαίως αποδεκτό καθορισμό των τελών.

Συμπερασματικά, η αναθεώρηση του «Σπατοσήμου» σε συνδυασμό με την εν εξελίξει διαδικασία παραχώρησης των περιφερειακών αερολιμένων είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να δοθεί ώθηση στην ανταγωνιστικότητα των αεροδρομίων μας και κατ’ επέκταση στον κλάδο των αερομεταφορών.

* Διευθύνων Σύμβουλος ICTS Hellas & Εκτελεστικός Διευθυντής ΝΑ Ευρώπης