Η αμερικανική κατασκευάστρια αεροσκαφών Boeing έκλεισε συμφωνία με τις οικογένειες των θυμάτων της συντριβής του 737 MAX η οποία είχε στοιχίσει τη ζωή σε 157 ανθρώπους τον Μάρτιο του 2019 στην Αιθιοπία και αναγνώρισε τις ευθύνες της για το δυστύχημα, δείχνουν δικόγραφα που κατατέθηκαν χθες Τετάρτη σε δικαστήριο στο Σικάγο.

“Η Μπόινγκ δεσμεύεται να εξασφαλίσει πως όλες οι οικογένειες που έχασαν οικείους τους στα δυστυχήματα θα αποζημιωθούν πλήρως και δίκαια”, επιβεβαίωσε η εταιρεία ερωτηθείσα σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο.

Με την “αναγνώριση της ευθύνης” της Μπόινγκ, η συμφωνία θα επιτρέψει στα μέρη να επικεντρωθούν στο ύψος της “προσήκουσας αποζημίωσης” για κάθε οικογένεια, αναφέρεται στα δικόγραφα.

Η πτήση 302 της Ethiopian Airlines με προορισμό το Ναϊρόμπι της Κένυας συνετρίβη σε χωράφι νοτιοανατολικά της Αντίς Αμπέμπα έξι λεπτά αφότου το 737 MAX που την εκτελούσε είχε απογειωθεί τον Μάρτιο του 2019.

Το δυστύχημα αυτό, το δεύτερο στο οποίο ενεπλάκη αεροσκάφος του τύπου μέσα σε μερικούς μήνες, οδήγησε στην καθήλωση στο έδαφος όλων των 737 MAX και προκάλεσε τη σοβαρότερη κρίση στην ιστορία της γιγάντιας αμερικανικής βιομηχανίας κατασκευής πολιτικών και στρατιωτικών αεροσκαφών. Είχε προηγηθεί η συντριβή ολοκαίνουργιου αεροσκάφος της Lion Air στην Ινδονησία τον Οκτώβριο του 2018 (189 νεκροί).

Η συμφωνία που αναφέρεται στα δικόγραφα δεν διευκρινίζει το ύψος των αποζημιώσεων.

Οι οικογένειες των θυμάτων μπορούν να υποβάλουν προσφυγές σε αμερικανικά δικαστήρια για να λάβουν τις αποζημιώσεις. Οι 157 άνθρωποι που σκοτώθηκαν ήταν 35 διαφορετικών εθνικοτήτων.

Η εταιρεία τόνισε πως οι δύο καταστροφές την οδήγησαν να κάνει “σημαντικές αλλαγές” στον τρόπο λειτουργία της “και στον σχεδιασμό του 737 MAX”, προκειμένου “να εξασφαλιστεί ότι δεν θα ξανασυμβούν ποτέ τέτοια δυστυχήματα”.

Το 737 MAX, η πιο σύγχρονη εκδοχή του μυθικού αεροσκάφους μεσαίων αποστάσεων που τέθηκε αρχικά σε υπηρεσία το 1967, αμαύρωσε τη φήμη του γίγαντα της αεροπορικής βιομηχανίας και του κόστισε δισεκατομμύρια δολάρια.

Όλα τα αεροσκάφη παρέμειναν καθηλωμένα στο έδαφος για είκοσι μήνες, ώσπου άρχισαν προοδευτικά να πετούν ξανά από τα τέλη του 2020 σε διεθνές επίπεδο. Πλέον έχουν τεθεί ξανά σε υπηρεσία πάνω από 200 τέτοια επιβατικά αεροπλάνα.

Ο Ραλφ Νέιντερ, αμερικανός πολιτικός και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των καταναλωτών, επέκρινε τη συμφωνία, διότι δεν επιτρέπει σε δικηγόρους που εκπροσωπούν τις οικογένειες των θυμάτων να υποβάλουν ερωτήματα σε στελέχη της Μπόινγκ, νυν και πρώην, μεταξύ άλλων.

Η ανιψιά του κ. Νέιντερ ήταν ανάμεσα στα 157 θύματα της καταστροφής.

Η συμφωνία προβλέπει εξάλλου ότι θα τεθούν στο αρχείο οι προσφυγές εναντίον της Rosemount Aerospace, η οποία κατασκευάζει αισθητήρες για το 737 MAX, και εναντίον της μητρικής της Rockwell Collins, μέρος της Raytheon Technologies.

Και στις δύο τραγωδίες, έδειξαν τα πορίσματα των ερευνητών αεροπορικών δυστυχημάτων που τα μελέτησαν και εντέλει παραδέχθηκε η ίδια η Μπόινγκ, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αυτόματη ενεργοποίηση του λογισμικού MCAS (Maneuvering Characteristics Augmentation System) για την αποφυγή απώλειας στήριξης και η προβληματική λειτουργία αισθητήρα στο εξωτερικό της ατράκτου, από τον οποίο αντλούσε στοιχεία για τις παραμέτρους πτήσης. Οι χειριστές των 737 MAX δεν είχαν επανεκπαιδευτεί για να αντιμετωπίζουν έκτακτες καταστάσεις με την ενεργοποίηση του MCAS, για λόγους εξοικονόμησης κόστους, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα.