Με την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου επιβεβαιώνεται η αστείρευτη ευρηματικότητα του οικονομικού επιτελείου της Κυβέρνησης, όσον αφορά στη δημιουργία επιπροσθέτων επιβαρύνσεων και φόρων, που συνθλίβουν όχι μόνο την ελληνική τουριστική επιχειρηματικότητα, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας, σημειώνει σε ανακοίνωση του ο ΣΕΤΕ.
Παράλληλα, ο ΣΕΤΕ τονίζει πως <<Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουμε την ίδια ευρηματικότητα και αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση πάταξης της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και την υλοποίηση των επιβεβλημένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την επανεκκίνηση της ανάπτυξης>>
Τη στιγμή που με παρέμβαση του Πρωθυπουργού αποφεύχθηκε η άμεση επιβολή του φόρου διαμονής και μετατέθηκε η εφαρμογή του το 2018, με ελπίδες τελικά μη επιβολής του και με δεδομένη την νέα αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24%, «εφευρίσκεται» και η συμπληρωματική φορολόγηση των ακινήτων των επιχειρήσεων του τομέα διαμονής, δηλαδή των «εργαλείων δουλειάς τους», μέσω του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, με συντελεστή 0,1%. Αυτά προστίθενται σε σειρά άλλων φόρων σε προϊόντα και υπηρεσίες που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα το καλάθι του τουρίστα, εκτοξεύοντας το κόστος του τουριστικού πακέτου και ισοπεδώνοντας την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού.
Με τα νέα μέτρα που προωθούνται και σε συνδυασμό με τις επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν από το 2015, σε φορολογία, λειτουργικά κόστη, κόστος τουριστικού προϊόντος για την επιχείρηση και για τον πελάτη, καθώς και την παρατεταμένη έλλειψη ρευστότητας, η επόμενη διετία προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολη για τις τουριστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, με όλες αυτές τις νέες επιβαρύνσεις στο τουριστικό προϊόν, εξανεμίζονται και όποιες προσδοκίες προσέλκυσης ικανοποιητικού όγκου ξένων επενδύσεων, εκτός αν ως «ξένη επένδυση» θα νοείται η εξαγορά εξαντλημένων οικονομικά τουριστικών επιχειρήσεων.
Τα αποτελέσματα αυτής της φοροεπιδρομής θα είναι ολέθρια για την ελληνική επιχειρηματικότητα, η οποία πλέον οδηγείται στον αφανισμό, με χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας και ενδεχομένως αδυναμία επίτευξης των στόχων του μακροπρόθεσμου προγράμματος.
Ακόμα και αν φέτος, τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τουρισμού διατηρηθούν, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και εξωγενών παραγόντων, σε επίπεδα με θετικό πρόσημο, είναι ξεκάθαρο ότι το τίμημα για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις θα είναι βαρύτατο. Με τις επιπτώσεις για τις οποίες καιρό τώρα προειδοποιούμε, σε αριθμό επιχειρήσεων που θα παραμείνουν σε λειτουργία, σε θέσεις εργασίας, σε κρατικά έσοδα, σε ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, σε εισόδημα και στήριξη των περιφερειακών οικονομιών και κοινωνιών.
Είναι επιτακτική ανάγκη η Κυβέρνηση να αντιληφθεί ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να στηρίζουν την ελληνική οικονομία, αφού πλέον με μαθηματική ακρίβεια δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις συσσωρευόμενες εξωπραγματικές υποχρεώσεις τόσο απέναντι στο Κράτος όσο και στο περιβάλλον λειτουργίας τους.
Όταν πλήττεται και υπονομεύεται ο τουρισμός, υπονομεύεται η εθνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία, καταλήγει σε ανακοίνωση του ο ΣΕΤΕ