Διαφθορά, υπερφορολόγηση, χωροταξία-αρχαιολογία, οι μεγάλες πληγές για τη μη προσέλκυση επενδύσεων

Μαύρα σύννεφα διέπουν την προοπτική διενέργειας νέων άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, φαινόμενο σχεδόν διαχρονικό, όταν η χώρα χρειάζεται -κατά τους ειδικούς- άμεσες επενδύσεις ύψους 100 δις. ευρώ για να αναπνεύσει, και να εισέλθει στο δρόμο της ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τον Επίτιμο Καθηγητή Οικονομικών Επιστημών, τέως μελετητή του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων κ. Γρηγόρη Παπανίκο στην Ελλάδα δεν αναμένεται να γίνουν Άμεσες Ξένες Επενδύσεις από σοβαρούς και μεγάλους επενδυτές, τουλάχιστον του ύψους που χρειάζεται η χώρα. Όπως σημειώνει «απαιτείται μία επαναστατική αλλαγή. Η διαφθορά της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας της χώρας δεν μπορεί να αλλάξει διότι απαιτούνται δεκαετίες, αν όχι  αιώνες. Μπορεί,  όμως, οι  εξουσίες αυτές  να  παρακαμφθούν  με  το  να  γίνει αποδεκτό ότι για όλες τις μεγάλες επενδύσεις θα ισχύει, καθ’ ολοκληρία, το δίκαιο μιας χώρας που βρίσκεται στις υψηλότερες 10 χώρες με την λιγότερη διαφθορά. Φυσικά, όταν μία μελλοντική κυβέρνηση  καταφέρει  να   ανεβάσει  την  Ελλάδα   ψηλά  στον  κατάλογο  των   1Ο   λιγότερων διεφθαρμένων χωρών τότε θα ισχύει ξανά το Ελληνικό δίκαιο. Πολύ πιθανό ότι μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να διευκολύνει και στην εξάλειψη της διαφθοράς στην Ελλάδα, διότι δεν θα έχει λόγο ύπαρξης, αφού θα ισχύει το ξένο δίκαιο».

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία τέσσερις είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους γίνεται μία επένδυση σε μία οικονομία:

  1. Το μέγεθος και η ανάπτυξη μιας αγοράς.
  2. Δασμολογικά  και μη δασμολογικά  εμπόδια, κόστος  εισροών και την  γεωγραφική εγγύτητα της χώρας που θα γίνει η επένδυση.
  3.   Το νομικό (θεσμικό), πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής.
  4. Η ομοιότητα της χώρας υποδοχής με τη χώρα των ξένων επενδυτών.

Ο κ. Παπανίκος σημειώνει ότι «με   πολύ   απλά   λόγια,   οι   ξένοι   επενδυτές   μπορεί   να   αποφεύγουν   την   Ελλάδα   για αντικειμενικούς  λόγους  (π.χ.  πολύ  μικρό  μέγεθος αγοράς)  ή  για υποκειμενικούς  λόγους  (π.χ.  οι νόμοι στην Ελλάδα εφαρμόζονται κατά περίπτωση και η απονομή της δικαιοσύνης  καθυστερεί αδικαιολόγητα). Θεωρούν, δηλαδή ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν συμφέρει να επενδύσουν».

Και προσθέτει : «Το   πρόβλημα   δεν   είναι   τόσο   η   γραφειοκρατία,    αλλά  η  αβεβαιότητα   του   χρονικού διαστήματος  που  απαιτείται   για  να  αρχίσει  να  υλοποιείται  η  όποια  επένδυση.  Ένας  σοβαρός επενδυτής  θέλει  να  είναι  ξεκάθαροι  οι  κανόνες  του επεvδύειν και  επιχειρείν. Για  κάθε  χώρα,  ο επενδυτής αναζητά λεπτομερείς πληροφορίες από συγκεκριμένες  πηγές που τις θεωρεί αξιόπιστες. Η πιο διαδομένη  πηγή είναι η Παγκόσμια  Τράπεζα που διενεργεί τακτικές επισκοπήσεις με τον τίτλο Doing Business. Η κάθε χώρα αξιολογείται  σύμφωνα με διάφορα κριτήρια που ομαδοποιούνται  σε 10  δείκτες  για  τον  υπολογισμό  ενός  μέσου  όρου  κατάταξης  των  χωρών.  Σύμφωνα  με  αυτόν,  η Ελλάδα, το 2016, κατετάγη  60η που δεν είναι κακή επίδοση. Όμως, σε δύο επιμέρους  δείκτες από τους 10, η κατάταξη  της Ελλάδος  ήταν 144η (registering  property)  και  132η (enforcing  contracts) αντίστοιχα που είναι χείριστες επιδόσεις. Αυτές τις «επιδόσεις» βλέπουν οι ξένοι μεγάλοι σοβαροί επενδυτές και φεύγουν μακριά».

Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι σοβαροί ξένοι επενδυτές και όχι απατεώνες  θέλουν να επενδύσουν στην  Ελλάδα.  Αυτοί,  κυρίως,  είναι  ομογενείς  επιχειρηματίες  του  εξωτερικού   που  θέλουν  να επενδύσουν λόγω της πολιτισμικής τους συνάφειας (cultural affinity) με την Ελλάδα. Επίσης, ενδιαφέρονται  και κρατικές επιχειρήσεις  άλλων χωρών και σοβαρά μεγάλα χρηματοδοτικά  ταμεία, διότι εξασφαλίζουν μονοπωλιακές εξυπηρετήσεις και συνεπώς εγγυημένη κερδοφορία. Σχεδόν όλες οι ΑΞΕ που επιχειρούνται στην Ελλάδα συνδέονται με τις δύο αυτές κατηγορίες επενδύσεων. Η COSCO είναι μία κρατική κινέζικη επιχείρηση. Η Fraport ανήκει κατά σχετική πλειοψηφία  στο  γερμανικό  δημόσιο  (κρατίδιο  Hesse).  Έλληνες  του  εξωτερικού  εμπλέκονται  σε άλλες ΑΞΕ όπως ο Λάτσης στην επένδυση του Ελληνικού, ο ομογενής επιχειρηματίας  Μερκούρης Αγγελιάδης  στο Γκολφ  Αφάντου  της Ρόδου  και άλλοι πολλοί. Προσώρας εξαίρεση αποτελούν ο Εμίρης του Κατάρ, 3-4 Ρώσοι Κεφαλαιούχοι, το Group Olayan, ορισμένα funds και η τουρκική DOGUS, σχεδόν όλοι όμως έχουν ισχυρές συνεργασίες με Έλληνες επενδυτές.

Η ισχύς του ξένου δικαίου είναι ο μόνος τρόπος για να προσελκυσθούν «καλοί» ξένοι επενδυτές για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας σε επενδύσεις που μεγιστοποιούν την οικονομική μεγέθυνση, την απασχόληση και τις αμοιβές των εργαζομένων, τονίζει ο κ. Παπανίκος, ο οποίος καταλήγοντας αναφέρει : «Απαιτείται ένα πρόγραμμα εικοσαετίας που θα αρχίσει από σήμερα. Εν αναμονή αυτού, οι ικανοί Έλληνες εργαζόμενοι και επιχειρηματίες προτρέπονται να βρουν ασφαλές καταφύγιο στην εσπερία ή αλλαχού, όπως πάντοτε έκαναν από την εποχή του Ησιόδου. Θα είναι πιο χρήσιμοι για την Ελλάδα όπου και αν πάνε. Να υπενθυμίσω ότι ο Ησίοδος έγραψε το μεγαλειώδες έργο του Έργα και Ημέρες ως μία αντίδραση στην διαφθορά και το «λάδωμα» των αρχόντων (κυβερνόντων) και των δικαστών της εποχής εκείνης, περί τα  τρεις  χιλιάδες  χρόνια  πριν.  Ένα  είναι  σίγουρο: ο  ελληνισμός  έχει  συνέχεια,  με ή  χωρίς επενδύσεις».