Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στην Δήλο  πραγματοποιήθηκε στις 2 έως 20 Μαΐου , υπό τη διεύθυνση της ΕΕΑ, διά της Προϊσταμένης Δρ. Αγγελική Γ. Σίμωσι. Τον συντονισμό και την επιστημονική ευθύνη της έρευνας είχε η καταδυόμενη αρχαιολόγος της ΕΕΑ Μαγδαληνή Αθανασούλα. Επίσης συμμετείχε ως επιστημονική υπεύθυνη για τις αποτυπώσεις η κ. Αικατερίνη Ταγωνίδου, καταδυόμενη αρχιτέκτων μηχανικός της ΕΕΑ.

Η έρευνα διεξήχθη σε συνεργασία με την Γαλλική Σχολή με επιστημονικό υπεύθυνο τον Δρ. JeanCharles Moretti διευθυντή των ανασκαφών της Δήλο, καθώς και με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, με τη συμμετοχή της καταδυόμενης αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Δρ. Μ. Ζαρμακούπη.

Στην έρευνα έλαβε επίσης μέρος ο καταδυόμενος τοπογράφος μηχανικός της Γαλλικής Σχολής κ. Lionel Fantin, ενώ την τεχνική υποστήριξη ανέλαβε ο κ. Σπυρίδων Μουρέας, εργατοτεχνίτης καταδυόμενος της ΕΕΑ.

Ερευνήθηκε και αποτυπώθηκε με λεπτομέρεια ο μεγάλος λιμενοβραχίονας, που προστάτευε κατά την αρχαιότητα το κεντρικό λιμάνι της Δήλου (ιερός λιμένας) από τους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους, ο οποίος βρίσκεται σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, λόγω της ανόδου της στάθμης κατά 2 μέτρα από την αρχαιότητα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ισχυρή κατασκευή, μήκους 160μ. περίπου μέτρων και πλάτους τουλάχιστον 40μ. Θεμελιώθηκε σε μια λιθορριπή (σωρός ακατέργαστων λίθων) ενώ στην ανωδομή ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος κατασκευασμένος με εντυπωσιακού μεγέθους γρανιτένιους ογκόλιθους. Η χρονολόγηση της κατασκευής του παραμένει ακόμη άγνωστη και μόνο η μελλοντική αρχαιολογική και γεωλογική έρευνα θα δώσει στοιχεία για αυτό.

Αποτυπώθηκαν επίσης τοίχοι κτισμάτων και δομικά στοιχεία πεσμένης κιονοστοιχίας στον αιγιαλό κατά μήκος της ακτογραμμής εντός και βορείως του ιερού λιμένα.

Βόρεια του λιμενοβραχίονα και σε μικρό σχετικά βάθος εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ενός ναυαγίου της ύστερης Ελληνιστικής εποχής, με κύριο φορτίο αμφορείς για τη μεταφορά κρασιού και λαδιού, από την Ιταλία καθώς και τη Δυτική Μεσόγειο.

Στα πλαίσια της έρευνας πραγματοποιήθηκε η φωτογράφιση και η χαρτογράφηση δυο ακόμη ναυαγίων που εντοπίστηκαν κατά τις προηγούμενες ερευνητικές περιόδους στις θαλάσσιες περιοχές των Φούρνων και του Κάτω Κενεράλε.

Επιπροσθέτως εντοπίστηκαν ακόμη δύο νέα ναυάγια της ύστερης Ελληνιστικής εποχής:

Στη Χερόννησο (στο νότιο άκρο της Δήλου) και στη Ρήνεια στον όρμο Φυλλάδι.
Τα ναυάγια στη Χερόννησο της Δήλου, στο Φυλλάδι της Ρήνειας και στο Κάτω Κερενάλε καθώς και στο κεντρικό λιμάνι, ανήκουν στην περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του νησιού (τέλη 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ.),λίγο δηλαδή πριν την καταστροφή της Δήλου από το Μιθριδάτη και τους πειρατές της Κιλικίας. Σημαντική είναι η παρουσία αμφορέων από περιοχές εκτός του Αιγαίου (Ιταλία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική), που καταδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο την ευρύτητα των εμπορικών συναλλαγών του νησιού σε όλη τη Μεσόγειο κατά την Ελληνιστική Περίοδο. Σημαντική είναι επίσης η ανακάλυψη κάποιων αμφορέων, που χρονολογούνται σε πρωιμότερες εποχές (όπως του 5 ου αι. π.Χ.), για τις οποίες η γνώση μας είναι περιορισμένη, όσον αφορά στο εμπόριο και τις ανταλλαγές στην περιοχή της Δήλου.
Η εύρεση αμφορέων που χρονολογούνται σε περιόδους υστερότερες από την καταστροφή της Δήλου (2ος-4ος αι. μ.Χ.), όπως και το προαναφερόμενο ναυάγιο των Φούρνων, δείχνουν ότι το νησί όχι μόνο δεν έπαψε να κατοικείται, αλλά πως έπαιζε ακόμη σημαντικό ρόλο στο εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα της εποχής αυτής.

Ο εντοπισμός παράκτιων αρχαίων καταλοίπων, οι λιμενικές εγκαταστάσεις και η ανεύρεση μεγάλου αριθμού ναυαγίων διαφόρων εποχών, αλλά και ο εντοπισμός των νέων ναυαγίων στο δίαυλο μεταξύ Δήλου-Ρήνειας, καθώς και τα νέα σημαντικά ευρήματα που ανελκύστηκαν (πινάκια, λάγυνος, πρόχους και ακέραια πήλινα μαγειρικά σκεύη), επιβεβαιώνει ότι η Δήλος ήταν μια σημαντική εμπορική βάση και ένας σημαντικός διαχρονικός εμπορικός θαλάσσιος δρόμος, που συνέδεε την ανατολική και τη δυτική Μεσόγειο.

Τα αποτελέσματα, που προέκυψαν από την έρευνα, βοηθούν στην ολοκλήρωση της αρχαιολογικής και ιστορικής εικόνας της Δήλου, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για την συστηματική συνέχιση της υποβρύχιας διερεύνησης του νησιού.

Η δαπάνη της έρευνας καλύφθηκε από την η Ε.Ε.Α. την Γαλλική Αρχαιολογική σχολή και το Society for the Promotion of Roman Studies.