Εντυπωσιακή αύξηση καταγράφουν οι πωλήσεις ειδών πολυτελείας, μάλιστα κάποιες εταιρείες δεν προλαβαίνουν να ανταποκριθούν στη ζήτηση, αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Ο πληθωρισμός καλπάζει, αλλά όχι για όλους. Πώς αλλιώς εξηγείται η πρωτοφανής ζήτηση για είδη πολυτελείας;
Σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Bain & Company, μόνο για καταναλωτικά είδη πολυτελείας οι πωλήσεις για το 2022 έχουν εκτοξευθεί στα 353 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως.
Ο κλάδος αναμένει να κλείσει τη χρονιά με δείκτη ανάπτυξης της τάξης του 15%. Πρόκειται για ένα ποσοστό-ρεκόρ, το οποίο μάλιστα ξεπερνούν κατά πολύ οι μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς.
Έτσι, η γαλλική «αυτοκρατορία» ειδών πολυτελείας LVMH, στον οποίο ανήκουν παραδοσιακά εμπορικά σήματα όπως οι οίκοι Dior και Louis Vuitton, οι σαμπάνιες Moët & Chandon και Veuve Clicquot, αλλά και εκλεκτοί οίνοι με ετικέτες όπως Chateau Cheval Blanc και Chateau d’ Yquem, καταγράφει αύξηση πωλήσεων κατά 28% στους πρώτους εννέα μήνες του 2022.
Ο μεγάλος ανταγωνιστής Richemont, με σήματα όπως Cartier, Montblanc και IWC, πηγαίνει εξίσου καλά, αυξάνοντας τον τζίρο του κατά 24% στην περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2022.
Αύξηση κατά 23% καταγράφει και ο ανερχόμενος οίκος Kering, στον οποίο ανήκουν τα προϊόντα Gucci, Saint Laurant, Balenciaga και Bottega Veneta.
Όσο για τον επικεφαλής του οίκου Moët-Hennessy, Φιλίπ Σάους, δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι οι κορυφαίες σαμπάνιες έχουν ήδη πωληθεί και δεν μπορεί πλέον να καλύψει τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση.
Ανακαλύπτοντας νέους πελάτες
Να υποθέσουμε ότι οι πλούσιοι δεν επηρεάζονται από την κρίση και πάντα διαθέτουν χρήματα για τα είδη πολυτελείας που τους ενδιαφέρουν;
«Όχι, ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν υπερβολικό ή τουλάχιστον υπεραπλουστευμένο» λέει ο Άχιμ Μπεργκ, αναλυτής της εταιρείας συμβούλων McKinsey με ειδίκευση στα υψηλότερα εισοδήματα.
Η δική του θεωρία είναι ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε έναν «εκδημοκρατισμό της ροπής προς την πολυτέλεια», καθώς τα είδη πολυτελείας εμφανίζουν αυξημένη ζήτηση σε καταναλωτές της μεσαίας τάξης, αλλά και σε νέους ανθρώπους.
Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο, εάν οι νέοι καταναλωτές ενδιαφέρονται περισσότερο για τα παραδοσιακά προϊόντα πολυτελείας ή αν οι ίδιοι οι κατασκευαστές έχουν διευρύνει τη γκάμα τους, προκειμένου να προσεγγίσουν και τις μικρότερες ηλικίες.
Πάντως το συμπέρασμα είναι ότι «πριν από δέκα χρόνια πολλοί θα ήταν ευχαριστημένοι με μία απομίμηση, αλλά τώρα θέλουν να αποκτήσουν το πρωτότυπο, το γνήσιο προϊόν πολυτελείας», λέει ο Άχιμ Μπεργκ.
Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey η αύξηση της ζήτησης για είδη πολυτελείας θα συνεχιστεί και το 2023, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό. Το πιο πιθανό είναι να δούμε μονοψήφια ποσοστά ανάπτυξης.
Ένας πλούσιος που ξέμεινε από ιδιωτικό τζετ
Οι νέες προτιμήσεις των καταναλωτών φέρνουν αλλαγές και στην κατάταξη των πλουσιότερων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο.
Πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη για το 2022 δεν είναι πλέον ο Μπιλ Γκέιτς ή ο Έλον Μασκ, ούτε ο δαιμόνιος επενδυτής Γουώρεν Μπάφετ, ούτε ο ιδρυτής της Amazon Τζεφ Μπέζος, αλλά ο μεγαλομέτοχος της γαλλικής LVMH, Μπερνάρ Αρνό.
Η περιουσία του 73χρονου Αρνό ανέρχεται σε 170,8 δις δολάρια σύμφωνα με το Bloomberg ή ακόμη και σε 188,6 δις σύμφωνα με το Forbes.
Και αυτό, παρότι τον Σεπτέμβριο ο Αρνό αναγκάστηκε να πουλήσει το ιδιωτικό αεροσκάφος του. Αλλά όχι για λόγους οικονομίας.
Όπως δήλωσε ο ίδιος στον ραδιοσταθμό Radio Classique (που επίσης του ανήκει, ειρήσθω εν παρόδω) πούλησε το ιδιωτικό τζετ του, γιατί παρακολουθούσαν τις κινήσεις του δύο λογαριασμοί στο Twitter, οι @i_ fly-Bernard και @laviondebernard.
Και οι δύο άρχισαν να λειτουργούν μέσα στο 2022 με αποκλειστικό σκοπό να δημοσιοποιούν όλα τα στοιχεία πτήσεων του Μπερνάρ Αρνό. Κατά πάσα πιθανότητα πίσω από τους λογαριασμούς κρύβονται οικολόγοι ακτιβιστές.
Στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης η οικογένεια Αρνό έχει δεχθεί επικρίσεις για την επιμονή της να χρησιμοποιεί ιδιωτικά αεροσκάφη, που εκλύουν μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα.
Δισεκατομμυριούχος από τα Lidl
Είναι σύμπτωση ή μήπως υποδηλώνει κάποια πράγματα για τις καταναλωτικές συνήθειες σε κάθε χώρα;
Ενώ στη Γαλλία ο πλουσιότερος επιχειρηματίας οφείλει τον πλούτο του στα είδη πολυτελείας, στη γειτονική Γερμανία οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές αυτοκρατορίες έχουν χτιστεί με εκπτωτικά είδη.
Για τον τίτλο του «πιο πλούσιου Γερμανού» συναγωνίζονται ο Καρλ Άλμπρεχτ τζούνιορ και η αδελφή του Μπεάτε Χάιστερ, κληρονόμοι της αλυσίδας εκτπωτικών σούπερ-μαρκετ ALDI, με τον Ντίτερ Σβαρτς, ιδιοκτήτη των εκτπωτικών αλυσίδων Lidl και Kaufland.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα το 2022 οι καταγραφές έδειχναν πρώτο τον Σβαρτς, αλλά τα τελευταία στοιχεία του Forbes φέρνουν τον Άλμπρεχτ να προηγείται με βραχεία κεφαλή και περιουσία 35,2 δις δολαρίων, έναντι 33,9 δις του Σβαρτς.
Στην τρίτη θέση- αν και μόνιμος κάτοικος Ελβετίας πλέον- εμφανίζεται ο Κλάους Μίχαελ Κούνε, μεγαλομέτοχος του εφοπλιστικού ομίλου Hapag Lloyd, καθώς και της εταιρείας logistics Kühne & Nagel.
Πηγή: DW
Γιάννης Παπαδημητρίου (DPA, Forbes, Statista.de)