Οι επενδύσεις ισραλινών funds -και όχι μόνο- σε διαμερίσματα του κέντρου με στόχο τα έσοδα μέσω AirBnB και οι αναπλάσεις μαμούθ που υπόσχονται να τονώσουν το τουριστικό προϊόν.
Ισραηλινοί επενδυτές προχωρούν τον τελευταίο χρόνο σε αγορές διαμερισμάτων στο κέντρο της Αθήνας προκειμένου στη συνέχεια να τις αξιοποιήσουν τουριστικά μέσω Airbnb.
Το ίδιο μοντέλο ακολούθησαν τα συγκεκριμένα funds τα προηγούμενα χρόνια και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με κορυφαίο παράδειγμα τη Βαρκελώνη.
Και οι Ισραηλινοί δεν είναι οι μοναδικοί, καθώς και άλλοι επενδυτές έχουν τοποθετηθεί εσχάτως στην αγορά του κέντρου της Αθήνας αγοράζοντας διαμερίσματα τα οποία επισκευάζουν προκειμένου στη συνέχεια να τα διαθέσουν μέσω Airbnb ή να τα μεταπωλήσουν σε πολύ καλύτερες τιμές σε δεύτερο χρόνο αφού ελπίζουν πως θα έχει βελτιωθεί η αγορά real estate.
Tόσο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ακινήτων Dimand Δημήτρης Ανδριόπουλος, όσο και ο επικεφαλής της Oliaros Properties (έχει επενδύσει στην αγορά πολυτελών κατοικιών στην Αντίπαρο, αλλά διαθέτει και ακίνητα στην Αθήνα) Ιάσων Τσάκωνας θεωρούν πως οι αναπλάσεις μπορούν να αναστήσουν τόσο την αγορά real estate, αλλά και να τονώσουν το τουριστικό προϊόν της Αθήνας.
Μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο κ. Ανδριόπουλος αναφέρθηκε στην επένδυση που πραγματοποίησε η Dimand με την απόκτηση των πρώην εγκαταστάσεων της Παπαστράτος στον Πειραιά.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η τοποθέτηση του Χάρη Αντωνόπουλου της Cineplexx Greece ο οποίος είπε πως η Αθήνα πρέπει να προσφέρει περισσότερες εμπειρίες στον τουρίστα και πως πρέπει να γίνει περισσότερο φιλική στις οικογένειες.
Είπε πως για να βρει ένας τουρίστας παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα πρέπει να πάει στη Σοφοκλέους, στην Αθηνάς, κλπ, όταν είναι γνωστό πως είναι δύσκολο το περπάτημα στην πόλη για οικογένειες.
Αναρωτήθηκε γιατί δεν υπάρχει στην πόλη ένα ανοικτό εμπορικό κέντρο με ελληνικά προϊόντα και επισήμανε πως στους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας όπως η Ερμού «απλώς βρίσκεις ό,τι μπορείς να βρεις σε άλλες πόλεις του κόσμου», ενώ στην Πλάκα «πωλούν τα ίδια προϊόντα που πωλούσαν πριν από 25 χρόνια».