Αναπτυξιακή δυναμική, δυναμική του τουρισμού, πολιτική σταθερότητα και το νέο εργαλείο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, TPI, βοηθούν σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και ενισχύουν τις προοπτικές της, εκτιμά σε ανάλυσή του ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope.

Σε ανάλυση την οποία υπογράφει ο διευθυντής του τμήματος αξιολόγησης κρατικού αξιόχρεου του οίκου, Dennis Shen, σημειώνεται ότι “η Ελλάδα (BB+/Stable – η βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης που αποδίδει η Scope στην Ελλάδα) έχει προχωρήσει σε ισχυρή ανάκαμψη από την κρίση του Covid-19. Τον περασμένο μήνα, η Scope Ratings αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη για το 2022 στο 4,9% από μια εκτίμηση 4,6% στην αρχή του έτους – η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,3% πέρυσι – αν και αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή της για το 2023 στο 2,1% από 2,5%.

Η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού στην Ευρώπη αυτό το καλοκαίρι, η οποία οδήγησε σε καλύτερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη β’ τριμήνου στην Ισπανία και την Ιταλία, μπορεί επίσης να εξασφαλίσει ότι το ΑΕΠ του β’ τριμήνου της Ελλάδας θα είναι υψηλότερο από μια τριμηνιαία αύξηση 0,25% που αναμένει ο γερμανικός οίκος. Αντίθετα, οποιαδήποτε διόρθωση πρόσφατης σημαντικής συσσώρευσης αποθεμάτων θα στοιχειοθετούσε αρνητικό κίνδυνο. Η Ελλάδα πρόκειται να ανακοινώσει τα στοιχεία για το ΑΕΠ β’ τριμήνου στις 7 Σεπτεμβρίου.

Η πολιτική σταθερότητα υπό τη Νέα Δημοκρατία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και η ισχυρή νομισματική και δημοσιονομική βοήθεια αποτελούν επιπλέον στήριγμα για την οικονομία, προσθέτει η Scope.

Η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας δεν αποκλείει πλέον την υποστήριξη του Ευρωσυστήματος

Η στήριξη της ΕΚΤ έχει σταθεροποιήσει τις ελληνικές αγορές χρέους. Μαζί με την πρώτη γραμμή άμυνας των επανεπενδύσεων του Pandemic Emergency Purchase Program (PEPP) της κεντρικής τράπεζας, το νέο Μέσο Προστασίας Μεταφοράς (TPI) της νομισματικής πολιτικής βοηθά την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα με τρεις σημαντικούς τρόπους.

  • Πρώτον, υπάρχει η ίδια η συμπερίληψη της Ελλάδας στο TPI παρά τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εκτός επενδυτικής βαθμίδας.
  • Δεύτερον, υπάρχει δυνατότητα προγράμματος για απεριόριστη αγορά ελληνικών ομολόγων, ακόμη και όταν οι αγορές έχουν περιοριστεί, επομένως αποφεύγετε οποιαδήποτε σύγκρουση ή αντίφαση με τις μελλοντικές κατευθύνσεις για αυστηρότερη νομισματική πολιτική.
  • Τρίτον, η ΕΚΤ θα αγοράζει ομόλογα λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των χωρών της ζώνης του ευρώ αντί να δεσμεύεται από το ποσοστό κεφαλαιακής συμμετοχής κάθε χώρας στο κεφάλαιο της κεντρικής ευρωτράπεζας.

Επιπλέον, τα κριτήρια επιλεξιμότητας που απαιτούν δημοσιονομική και μακροοικονομική βιωσιμότητα λογικά, ως έναν βαθμό, θα δίνουν κίνητρα για υπεύθυνη χάραξη πολιτικής – ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας με το τέλος του Ελληνικού Προγράμματος Ενισχυμένης Εποπτείας αυτόν τον μήνα και τη σχετική αβεβαιότητα πολιτικής μετά το πρόγραμμα.

Ωστόσο, τα ασαφή κριτήρια ενεργοποίησης για το TPI – που αφήνουν σημαντική διακριτική ευχέρεια στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σχετικά με το ποια ομόλογα θα αγοράζονται και πότε – αφήνουν ασαφές το πώς η ΕΚΤ θα όριζε τι αποτελεί “αδικαιολόγητη” αύξηση των αποδόσεων, η οποία θα μπορούσε να περιορίσει τη χρήση και την αποτελεσματικότητα του νέου μηχανισμού. Επιπλέον, η έλλειψη ορισμού αφήνει το πρόγραμμα ευάλωτο σε μελλοντικές νομικές αμφισβητήσεις.

Το TPI αποτελεί δυνητικά ανθεκτικό νομισματικό backstop για τα ελληνικά ομόλογα

Στην αξιολόγηση του οίκου για την Ελλάδα του Σεπτεμβρίου του 2021, η Scope αναφερόταν στην ενίσχυση της υποστήριξης του Ευρωσυστήματος για την Ελλάδα μετά την κρίση του Covid-19 ως κρίσιμης σημασίας για τυχόν περαιτέρω αναβαθμίσης πιστοληπτικής ικανότητας από το BB+. Πρόσφατες ανακοινώσεις του Ευρωσυστήματος, όπως i) η ενίσχυση της επανεπένδυσης PEPP ii) η παράταση του waiver της Ελλάδας βάσει του πλαισίου repo της ΕΚΤ έως περίπου τα τέλη του 2024· και, κυρίως, iii) η ανακοίνωση του TPI είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Γενικότερα, η δράση της κεντρικής τράπεζας από το 2020 σηματοδότησε μια απότομη αλλαγή από τον αποκλεισμό της Ελλάδας πριν από την πανδημία από τις νομισματικές πράξεις της ΕΚΤ λόγω κερδοσκοπικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Συγκεκριμένα, το TPI παρουσιάζει δυνητικά την παροχή ενός μόνιμου προγράμματος υποστήριξης των ελληνικών αγορών, το οποίο δηλώσαμε ως κρίσιμο για τη μελλοντική τροχιά αξιολόγησης κατά την αναβάθμιση αξιολόγησης του Σεπτεμβρίου 2021.

Το TPI παρέχει μια μόνιμη διευκόλυνση αγοράς της ΕΚΤ για την Ελλάδα που δεν περιλαμβάνει αυξημένα εμπόδια ενεργοποίησης Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών. Ένα τέτοιο διαρκές backstop του Ευρωσυστήματος για τις περιφερειακές αγορές είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός κίνδυνος περιφερειακής κρίσης χρέους καθώς η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια με πιθανότητα χειμερινής ενεργειακής κρίσης.

Το χρέος προς το ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κάτω από 150% έως το 2027

Οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της Ελλάδας αυξήθηκαν στο 4,7% στα μέσα Ιουνίου, πριν υποχωρήσουν σημαντικά στο 3% – αν και εξακολουθούν να είναι διπλάσιες από το εκτιμώμενο 1,5% του σταθμισμένου μέσου κόστους χρέους για το 2022.

Ο οίκος αναμένει ονομαστικό δημοσιονομικό έλλειμμα μόλις 3,5% του ΑΕΠ και πρωτογενές έλλειμμα 0,75% φέτος, καλύτερο από τους κυβερνητικούς στόχους για 4,4% και 2% αντίστοιχα, πριν επιτευχθεί ισοσκελισμένος πρωτογενής λογαριασμός την περίοδο 2023-27, με ονομαστικό έλλειμμα περίπου 2,7% του ΑΕΠ εκείνα τα χρόνια.

Ο δείκτης του συνολικού χρέους φαίνεται να μειώνεται πολύ ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, υποστηριζόμενος από τον αυξημένο πληθωρισμό 12,1% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο, από την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από τις προβλέψεις και από τη δημοσιονομική εξυγίανση. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί από το ανώτατο όριο του 206,3% το 2020 στο 171,3% μέχρι το τέλος του 2022, πέφτοντας κάτω από το 180,7% που είχε καταγραφεί πριν από την κρίση το 2019, ενώ δυνητικά μπορεί να μετριαστεί περαιτέρω στο 146,5% έως το 2027, καταλήγει ο γερμανικός οίκος.