Γράφει ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου Πέτρος Τατούλης
Θέλω να κάνω τρεις παραδοχές. Η πρώτη λέει ότι τα εκλογικά συστήματα στην Ελλάδα συνδέονται πάντα με τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες εκείνων που είχαν την δύναμη να τα επιβάλουν.
Η δεύτερη λέει ότι η αυτοδιοίκηση ως θεσμός παραδοσιακά αντιμετωπίστηκε ως αποπαίδι και επαίτης των κεντρικών κυβερνήσεων, πολύ περισσότερο δε, από την ΝΔ , η οποία στάθηκε διαχρονικά φοβικά, απέναντι στις μεγάλες αλλαγές που έφεραν οι νόμοι που θεμελίωσαν την αποκέντρωση (Καποδίστριας, Καλλικράτης, Κλεισθένης), καταψηφίζοντας τους.
Η τρίτη παραδοχή λέει ότι οι ισχυρές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι αυτές που οδήγησαν την χώρα στην χρεοκοπία και στην παρ’ ολίγον καταστροφή.
Για να είμαι καθαρός. Από την πρώτη στιγμή τάχθηκα υπέρ της εφαρμογής της απλής αναλογικής σε δήμους και περιφέρειες. Αφενός γιατί αναδεικνύει ως κυρίαρχο το ζήτημα της ισοδυναμίας της ψήφου , ως συστατικό στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας, και αφετέρου , γιατί είμαι πεπεισμένος πια ότι είναι το μόνο εκλογικό σύστημα που μπορεί να επιβάλει τη συνεργασία και να δημιουργήσει πραγματικές συνθήκες μιας ισχυρής, ανεξάρτητης και συμμετοχικής Περιφερειακής Διακυβέρνησης.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές της 2ας Ιουνίου ανέδειξαν εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών με την απλή αναλογική.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει προεκλογικά και κορυφώνεται αυτές τις ημέρες με την προαναγγελία κατάθεσης νομοσχεδίου από την πλευρά της κυβέρνησης προκειμένου να «διορθωθεί» ή να «καταργηθεί» το εκλογικό σύστημα βάσει του οποίου αναδείχθηκαν οι τοπικές Αρχές, είναι πρωτοφανώς αντιδημοκρατική (δεν έχει υπάρξει ποτέ στα χρονικά της χώρας τέτοια αναδρομική «διόρθωση»).
Είναι όμως παράλληλα και βαθιά συντηρητική , αφού έρχεται να παρέμβει σε μια σειρά ζητημάτων που απασχολούν περισσότερο την ίδια την κυβέρνηση και όχι την πραγματική ζωή, αφού ακόμη δεν έχει εξελιχθεί η λειτουργία του θεσμού με το νέο πλαίσιο.
Αν η κυβέρνηση επιθυμεί να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, είναι ασφαλώς δικαίωμα της να το κάνει. Για τις επόμενες εκλογές.
Ειδάλλως, οι προθέσεις της για νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος δημιουργούν προηγούμενο επιβολής ολοκληρωτικών, καθεστωτικών και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, στο οποίο οι υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας θα σταθούν απέναντι.
Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Περιφερειακού Συμβουλίου, πράγμα που είναι ασφαλώς αντιθεσμικό, στο μέτρο που αναιρεί τη λειτουργία του ως ανώτατο όργανο χάραξης της αναπτυξιακής στρατηγικής της περιφέρειας.
Και αυτό, γιατί είμαι απόλυτα βέβαιος ότι τέτοιες λογικές είναι ατελέσφορες και λειτουργούν κυρίως ως φερετζές μιας επερχόμενης ανικανότητας, αφού θα μπορεί να ισχυρισθεί ο κάθε αιρετός ότι δεν έχει καμία ευθύνη… αφού το νομικό πλαίσιο «επιβάλει» την «ακυβερνησία» και προεξοφλεί την μη παραγωγή έργου.
Καταλήγοντας. Το ψευτοδίλημμα της «κυβερνησιμότητας», που προβάλλεται από τους κυβερνητικούς επικοινωνιολόγους ως πανάκεια των αδιεξόδων, στην πραγματικότητα δημιουργεί συνθήκες ανάσχεσης της Περιφερειακής Διακυβέρνησης , που παραμένει το επιτακτικό ζητούμενο για μια ισχυρή, ανεξάρτητη, λαϊκή, σύγχρονη και εξωστρεφή αυτοδιοίκηση, ανάλογη με εκείνην που έχουν οικοδομήσει εδώ και δεκαετίες οι θεσμικά προηγμένοι εταίροι μας.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρέμβει ακόμη και στον πιο στενό πυρήνα των λειτουργιών της αυτοδιοίκησης , πέρα από σοβαρό θεσμικό ολίσθημα, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη απαξίωσης του θεσμού, αναμενόμενη βέβαια , αφού από την προεκλογική ήδη περίοδο φάνηκε ότι θέλει μια αυτοδιοίκηση κομματική και φιλοκυβερνητική. Όσοι αιρετοί της αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να λειτουργήσουν στο νέο θεσμικό πλαίσιο κακώς κατήλθαν στην μάχη. Οι πολίτες έδωσαν συγκεκριμένη εντολή. Και αυτήν την εντολή οφείλουμε όλοι να υπηρετήσουμε.