Ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική αγορά επεκτείνοντας την παρουσία της στην Θεσσαλονίκη, δίνει η εταιρεία ταχυμεταφορών UPS, η οποία μετά την αποτυχία εξαγοράς της ολλανδικής ΤΝΤ, έχει προχωρήσει στην εξαγορά δύο κορυφαίων εταιρειών διανομής Υγειονομικών & Φαρμακευτικών προϊόντων στην Ουγγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο και στην επέκταση του ευρωπαϊκού διαμετακομιστικού κέντρου στην Κολωνία.
Η εταιρεία επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί τις σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης μέσω της χώρας μας στην Ευρώπη, διαβλέποντας ότι ολοένα και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις ενισχύουν τις εξαγωγές τους, επεκτείνει την παρουσία της στη Θεσσαλονίκη και από εγκαταστάσεις 500 τμ, μεταφέρεται τον Σεπτέμβριο σε εγκαταστάσεις 1.500 τμ.
Η εταιρεία, όπως ανέφερε σε άτυπη συνάντηση με δημοσιογράφους ο νέος country managing director της UPS για Ελλάδα, Ουγγαρία και Ρουμανία, κ. Tim Helsen, διατηρεί τις 3 ημερήσιες πτήσεις από/προς την Ελλάδα (Αθήνα – Κολωνία, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Αθήνα – Λάρνακα). Στόχος είναι η ενίσχυση των ΜμΕ της Ελλάδας, παρέχοντας όλες τις διευκολύνσεις για την εξαγωγική δραστηριότητα και την είσοδο σε νέες αγορές.
Υπενθυμίζεται ότι, το 2009 η εταιρεία προχώρησε στη μετεγκατάσταση των κεντρικών γραφείων και των αποθηκών της από την Γλυφάδα (1.500 τμ) στο Κορωπί (3.500 τμ).
Το πρώτο τρίμηνο του έτους η εταιρεία αύξησε, κατά 10,4%, τον όγκο των εξαγωγών στην Ευρώπη, σε σύγκριση με το 2014, με την ελληνική θυγατρική να έχει συμβάλλει στην, εν λόγω, απόδοση. Έμφαση από την εταιρεία δίδεται στο e-commerce, στις αναπτυσσόμενες αγορές και στο outsource των υπηρεσιών logistics.
Όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές, ο κ. Helsen εκτιμά ότι, έως το 2025, το διεθνές εμπόριο αναμένεται να αυξηθεί κατά 73% και να φτάσει τα 50 τρις. δολάρια, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι, σε δύσκολες οικονομικά εποχές, η ανάγκη για αξιόπιστες και αποδοτικές Express και Logistics υπηρεσίες, είναι ζωτικής σημασίας για τις επιχειρήσεις που χρειάζονται να παραμείνουν αποτελεσματικές.
Τέλος, όπως υπογράμμισε παρακολουθούν με ενδιαφέρον την συνεχιζόμενη αύξηση ανάθεσης της διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας σε τρίτους, καθώς οι πελάτες όλο και περισσότερο βλέπουν την αποτελεσματική διαχείριση των αλυσίδων εφοδιασμού τους ως στρατηγικό πλεονέκτημα παρά ένα κέντρο κόστους.