Αυξάνεται συνεχώς η μέση ηλικία κατά την οποία η γυναίκα γίνεται για πρώτη φορά μητέρα, σύμφωνα με νεότερη έρευνα της Allianz, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των γυναικών που γίνονται για πρώτη φορά μητέρες μετά τα σαράντα.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η έρευνα με τίτλο «Allianz | Postponed motherhood may help narrow the income and pension gaps»κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, όπου παρατηρήθηκε έκρηξη γεννήσεων, στη Γερμανία, η μέση ηλικία των γυναικών που γίνονταν μητέρες για πρώτη φορά ήταν τα 25,0 έτη.
Το 1999, ήταν τα 28,0 έτη και το 2019 τα 30,1 έτη. Παρόμοιες εξελίξεις παρατηρήθηκαν και σε άλλες βιομηχανικές χώρες: Στην Ιαπωνία η μέση ηλικία αυξήθηκε από τα 25,4 χρόνια το 1960, στα 27,9 χρόνια το 1999 και στα 30,7 έτη το 2019. Στις ΗΠΑ η μέση ηλικία αυξήθηκε από τα 21,8 χρόνια το 1960, στα 24,8 χρόνια το 1999 και στα 27,0 έτη το 2019.
Στην ΕΕ των 27, η μέση ηλικία των γυναικών που γίνονται για πρώτη φορά μητέρες ήταν τα 29,4 έτη το 2019, κυμαινόμενη από τα 26,9 έτη στη Ρουμανία (εν μέρει λόγω του συγκριτικά υψηλού αριθμού γεννήσεων εφήβων) έως τα 31,3 έτη στην Ιταλία. Στην Εσθονία παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη αύξηση του μέσου όρου ηλικίας (4,5 χρόνια εντός 20 ετών), από τα 23,7 έτη το 1999, στα 28,2 έτη το 2019.
Κατά ένα μόνο έτος αυξήθηκε στη Γαλλία, τη χώρα με το υψηλότερο ποσοστό γεννήσεων στην ΕΕ στην εικοσαετία, από τα 27,8 έτη το 1999, στα 28,8 έτη το 2019. Στην Ελλάδα η μέση ηλικία αυξήθηκε από τα 27,4 έτη το 1999, στα 30,6 έτη το 2019.
Ταυτόχρονα, το μερίδιο των γυναικών ηλικίας 40 ετών και άνω που γίνονται μητέρες έχει επίσης αυξηθεί: Το 2019, 223.278 ή το 5,4% όλων των νεογέννητων παιδιών στην ΕΕ γεννήθηκαν από μητέρες ηλικίας 40 ετών και άνω, ενώ ένα στα τέσσερα ήταν το πρώτο παιδί για τη μητέρα.
Η Ισπανία (9,9%) και η Ιταλία (8,8%), οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην ΕΕ μετά τη Μάλτα, ανέφεραν τα υψηλότερα ποσοστά μητέρων άνω των 40 ετών. Ακολουθεί η Ελλάδα με ποσοστό 8,2%. Στις ΗΠΑ το μερίδιο ήταν 3,6 %.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος: Αφενός, η αναβολή της μητρότητας μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω τη μείωση των γεννήσεων και, επομένως, τη γήρανση των κοινωνιών, καθώς όσο μεγαλύτερη είναι η μητέρα κατά την πρώτη γέννηση, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος η επιθυμία για ένα άλλο παιδί να παραμείνει ανεκπλήρωτη ή να εγκαταλειφθεί – παρά τις εξελίξεις στην αναπαραγωγική ιατρική.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, μπορεί να έχει θετική επίδραση στην οικονομική κατάσταση των γυναικών και έτσι να συμβάλει μακροπρόθεσμα στη μείωση της ανισότητας στα εισοδήματα και στις συντάξεις.
Το 2019, η μέση σύνταξη μιας γυναίκας ηλικίας 65 ετών και άνω στην ΕΕ ήταν ακόμη κατά 29,4% χαμηλότερη από αυτήν των συνομήλικων ανδρών και υπήρχαν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών μελών, με τα συνταξιοδοτικά κενά να κυμαίνονται από 2% στην Εσθονία έως 44,2 % στο Λουξεμβούργο.
Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα: η απόκλιση στα εισοδήματα και στις συντάξεις ανήλθε σε 47,4% και 33,7%, αντίστοιχα. Ωστόσο, υπήρξε μια ελαφρά μείωση κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες στο μέσο συνταξιοδοτικό κενό στην ΕΕ των 27 κατά την τελευταία δεκαετία, δηλαδή από 33,9% το 2010 σε 29,4% το 2019 και κατά 7,6 ποσοστιαίες μονάδες στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, το 2010 το συνταξιοδοτικό κενό κυμάνθηκε κοντά στο 35% ενώ το 2019 μειώθηκε αρκετά γύρω στο 24%.
Η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας μειώνει το χάσμα, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούν να υπερεκπροσωπούνται στην εργασία μερικής απασχόλησης.
Το 2020, το 28,3% όλων των γυναικών που απασχολούνται στην ΕΕ εργάζονταν με μερική απασχόληση ή είχαν προσωρινή σύμβαση• το ποσοστό μεταξύ των ανδρών ήταν μόνο 6%. Οι Κάτω Χώρες αναφέρουν τα υψηλότερα ποσοστά: πάνω από τα δύο τρίτα όλων των απασχολούμενων γυναικών και περίπου το ένα πέμπτο του συνόλου των απασχολούμενων ανδρών εργάζονται με μερική απασχόληση. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης ή εκείνοι των οποίων οι μισθοί είναι κάτω από ορισμένα όρια εισοδήματος συχνά χάνουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.
Όταν αυτή η επικράτηση στην εργασία μερικής απασχόλησης συνδυάζεται με διαρκή εισοδηματικά κενά, το γεγονός ότι οι γυναίκες συχνά σταματούν να εργάζονται για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους καθώς και με το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των φύλων όσο αφορά την χρηματοοικονομική παιδεία, έχουν ως αποτέλεσμα το συνταξιοδοτικό κενό να παραμένει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι λοιπόν αναγκαίο, να γίνουν περαιτέρω προσπάθειες, όπως η διευκόλυνση της πρόσβασης σε συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα και η βελτίωση της χρηματοοικονομικής παιδείας των γυναικών, ώστε μακροπρόθεσμα να κλείσει το κενό.