Μια πρώτη αποτίμηση της τουριστικής περιόδου όπως αυτή καταγράφηκε από τον ξενοδοχειακό κόσμο της Μεσσηνίας, επιχείρησε ο πρόεδρος της Ένωσης Δημήτρης Καραλής, “με υπευθυνότητα και χωρίς θριαμβολογίες” όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ανακηρύσσοντας χωρίς καμία επιφύλαξη τον Τουρισμό “asset” για το νομό.
“Οι ικανοποιητικές πληρότητες του Αυγούστου στη Μεσσηνία απέδειξαν” αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Μεσσηνίας, “το συγκριτικό πλεονέκτημα του τουριστικού προϊόντος της περιοχής, μετριάζοντας τη σημαντική ζημιά που έχει υποστεί ο κλάδος, χωρίς φυσικά και να την αποσοβήσει. Γιατί, είναι βέβαιο ότι ενώ ένας μήνας δεν μπορεί να αποτελέσει «σωσίβιο» για τους υπόλοιπους έντεκα, λειτούργησε, απλά, διορθωτικά στις ήδη σωρευμένες ζημιές“.
Ο πρόεδρος αναγνωρίζει ότι η κυρίως στήριξη προήλθε από τους Έλληνες επισκέπτες,
σε αντίθεση με τους ξένους που ήταν ελάχιστοι, λόγω της διακοπής των αεροπορικών συνδέσεων με το αεροδρόμιο της Καλαμάτας.
“Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη επανεκτίμησης της εγχώριας αγοράς και της αξιολόγησής της με τα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της covid εποχής” αναφέρει αναγνωρίζοντας ότι “Ο Τουρισμός αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ειδικά στη Μεσσηνία, οφείλουμε να βασιστούμε στη στήριξη του τουριστικού τομέα με παράλληλη διασύνδεσή του με την πρωτογενή παραγωγή και την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής.
Σε αυτή την προσπάθεια τον πρώτο ρόλο έχει η Περιφέρεια Πελοποννήσου που πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία συντονισμού για το σχεδιασμό της επόμενης χρονιάς, με ανοικτές γραμμές επικοινωνίας και την ενεργό συμμετοχή των εμπλεκομένων φορέων σε θεσμικό και επιχειρηματικό επίπεδο”.
Η Ένωση Ξενοδόχων Μεσσηνίας επισημαίνει επίσης, την ανάγκη προσήλωσης της Πολιτείας
στον περιορισμό του νέου κύματος της πανδημίας , με το συντονισμό των αρμόδιων παραγόντων, την επισήμανση των ελλείψεων και την ανάγκη για λήψη διορθωτικών μέτρων για τη στήριξη των πληττόμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τουρισμού που αφέθηκαν στο περιθώριο σηκώνοντας το βάρος της επιβίωσης τόσο των ίδιων όσο και της εθνικής οικονομίας.